τὰ προσγεγραμμένα
1προσγεγραμμένα — προσγράφω write besides perf part mp neut nom/voc/acc pl προσγεγραμμένᾱ , προσγράφω write besides perf part mp fem nom/voc/acc dual προσγεγραμμένᾱ , προσγράφω write besides perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …
2προσγεγραμμένας — προσγεγραμμένᾱς , προσγράφω write besides perf part mp fem acc pl προσγεγραμμένᾱς , προσγράφω write besides perf part mp fem gen sg (doric aeolic) …
3προσγράφω — ΝΜΑ 1. προσθέτω κατά την γραφή το γράμμα ιώτα (ι) κοντά σε φωνήεν αντί υπογεγραμμένης 2. (το θηλ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) η προσγεγραμμένη το ι όταν τίθεται δίπλα σε φωνήεν αντί υπογεγραμμένης αρχ. 1. γράφω κάτι επί πλέον («ἄν τι προσγράψαι… …