τὰ προεσόμενα

  • 1πρόειμι — (I) Α [εἶμι] 1. προχωρώ, πορεύομαι προς τα εμπρός («κατὰ βραχὺ προϊὼν καὶ κείρων ἅμα τὴν γῆν», Θουκ.) 2. (για χρόνο) παρέρχομαι, περνώ («προϊόντος... τοῡ χρόνου», Ηρόδ.) 3. (για αναγνώστη ή ομιλητή) εξακολουθώ, συνεχίζω («προϊὼν καὶ ἀναγιγνώσκων» …

    Dictionary of Greek