τὰ πρηνῆ

  • 1πρηνῆ — πρηνής with the face downwards neut nom/voc/acc pl (attic epic doric ionic) πρηνής with the face downwards masc/fem/neut nom/voc/acc dual (epic doric ionic aeolic) πρηνής with the face downwards masc/fem acc sg (attic epic doric ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2κολύμβηση — Σύνολο κινήσεων, που επιτρέπει τη μετακίνηση και την επιλογή κατεύθυνσης μέσα στο νερό, τόσο στην επιφάνεια όσο και σε κατάδυση. Με την καθιέρωση ειδικών στιλ η κ. εξελίχθηκε σε αθλητική δραστηριότητα. Η τεχνική της κ. υποδιαιρείται ανάλογα με τα …

    Dictionary of Greek

  • 3Prenoceratops — Taxobox name = Prenoceratops fossil range = fossil range|83|74(Late Creatceous) image width = 200px image caption = regnum = Animalia phylum = Chordata classis = Sauropsida superordo = Dinosauria ordo = Ornithischia infraordo = Ceratopsia familia …

    Wikipedia

  • 4Prenoceratops — Saltar a navegación, búsqueda ? Prenoceratops Rango fósil: Cretácico superior …

    Wikipedia Español

  • 5ιλαδόν — ἰλαδόν και ἰληδόν (Α) επίρρ. 1. κατά ίλες, σε ίλες 2. άφθονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴλη + κατάλ. τροπ. επιρρ. δον (πρβλ. αναφαν δόν, πρηνη δόν). Ο τ. ἰλαδόν ήταν πιο εύχρηστος για μετρικούς λόγους] …

    Dictionary of Greek

  • 6καταπίστομα — επίρρ. με το στόμα προς τη γη, μπρούμυτα, κατά τρόπο πρηνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀπίστομα (< φρ. ἐπὶ στόμα)] …

    Dictionary of Greek

  • 7κλαγγηδόν — (AM, Α και κλαγγόν) επίρρ. με κλαγγή, με κρωγμό («ἔνθα καὶ ἔνθα ποιῶνται ἀγαλλόμενα πτερύγεσσιν, κλαγγηδόν προκαθιζόντων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαγγή + επιρρμ. κατάλ. δόν, πρβλ. οκλα δόν, πρηνη δόν] …

    Dictionary of Greek

  • 8κορμηδόν — (Α) επίρρ. σαν κορμός («οὓς κορμηδὸν κειμένους... ὑπὸ τοὺς μηροὺς ἀνέτεμνον», Ηλιόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κορμός + συνδετικό φωνήεν η + επιρρμ. κατάλ. δόν, δηλωτική τού τρόπου (πρβλ. πρηνη δόν, στοιχη δόν)] …

    Dictionary of Greek

  • 9κοχλαδόν — (Α) επίρρ. με φυσαλλίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοχλάζω + επιρρμ. κατάλ. δόν, δηλωτική τού τρόπου (πρβλ. αμοιβα δόν, πρηνη δόν)] …

    Dictionary of Greek

  • 10κυματηδόν — (Μ) όπως τα κύματα, σαν κύμα, κυματοειδώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, α τ ος + επιρρμ. κατάλ. ηδόν, δηλωτική τού τρόπου, κατά το πρηνη δόν (πρβλ. σωρη δόν, βαθμη δόν)] …

    Dictionary of Greek