τὰ ποῖα
101διαλεκτός — Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει είτε ένα τοπικό γλωσσικό ιδίωμα σε αντιδιαστολή προς μία εθνική γλώσσα είτε μία ομάδα τοπικών ιδιωμάτων, τα οποία, πέρα από παραλλαγές, σημαντικές σε ορισμένες περιπτώσεις, περιέχουν κοινά φωνητικά,… …
102διατί — διατὶ (AM) (προτακτικό μόριο) γιατί 1. (ερωτηματικό) για ποιά αιτία, λόγο ἡ σκοπό 2. (αιτιολογικό) επειδή 3. (με ουδ. άρθρο ως ουσ.) το διατί η αιτία, ο λόγος, το αίτιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + τί. Ο αρχ. τ. διατί εξελίχθηκε φωνολογικά στον νεοελλ. τ …
103διαφοροποίηση — Η μεταβολή ομοίων πραγμάτων σε διαφορετικά. (Βιολ.) Όρος που σημαίνει βασικά εξειδίκευση. Υπό αυτή την έννοια, η δ. ορίζεται ως η πορεία που ακολουθείται από ένα σύνολο όμοιων κυττάρων, ώστε να δημιουργούνται πολλοί διαφορετικοί δομικά και… …
104εκθέτης — Ο αριθμός που σημειώνεται δεξιά και πάνω από άλλον αριθμό και δείχνει σε ποια δύναμη πρέπει να υψωθεί. Π.χ. αν = β, εκθέτης ο ν, ή 23 = 8, εκθέτης είναι ο αριθμός 3. * * * ο (θηλ. εκθέτις και εκθέτρια) (Α ἐκθέτης) νεοελλ. 1. αυτός που συμμετέχει… …
105εξαμβλώνω — (AM ἐξαμβλῶ, έω) [αμβλώ] προκαλώ άμβλωση, πρόωρη αποβολή τού εμβρύου («σὴν παῑδα φαρμακοῡμεν καὶ νηδὺν ἐξαμβλοῡμεν», Ευρ.) αρχ. 1. κάνω κάτι μάταιο («φροντίδ ἐξήμβλωκας», Αριστοφ.) 2. διαφθείρω, χαλώ («ποία σώματος ἰσχύς οὐκ ἐξαμβλοῡται... δι… …
106ερίζω — (AM ἐρίζω) [έριδα] 1. φιλονεικώ, μαλώνω, τσακώνομαι, λογομαχώ («γυναίκες ερίζουσαι περί τού ποία είχε σειράν να γεμίσει», Παπαδ.) 2. είμαι αντίπαλος κάποιου, παραβγαίνω, συναγωνίζομαι ανταγωνίζομαι μσν. προσπαθώ να μιμηθώ κάποιον αρχ. μσν.… …
107ηλιογράφος — Όργανο για τη μέτρηση της πραγματικής ηλιοφάνειας. Οι η. διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: α) αυτούς που χρησιμοποιούν τη θερμαντική ισχύ της ηλιακής ακτινοβολίας και β) αυτούς που χρησιμοποιούν τη χημική δράση της ορατής και της υπεριώδους ηλιακής …
108ησύχιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Η. ο Αλεξανδρεύς (5ος αι. μ.Χ.) Λεξικογράφος. Συνέταξε μέγα ελληνικό Λεξικόν, τοπλουσιότερο από όσα περισώθηκαν από την αρχαιότητα. Η αξία του έγκειται στην ερμηνεία των λέξεων, με αναφορά στα αρχαία ελληνικά… …
109ηώλιθος — ο στον πληθ. οι ηώλιθοι κομμάτια πυριτόλιθου τα ποία βρίσκονται σε στρώματα παλαιότερα τής τεταρτογενούς διάπλασης και που φαίνονται να είναι χονδροειδώς κατεργασμένα από προϊστορικούς ανθρώπους τού καινοζωικού αιώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ …
110θυέστης — Μυθολογικό πρόσωπο. Αναφέρεται ότι ήταν γιος του Πέλοπα και της Ιπποδάμειας, αδελφός του Ατρέα, από τον οποίο κληρονόμησε το βασιλικό σκήπτρο των Μυκηνών και το κληροδότησε στον Αγαμέμνονα. Ο Ατρέας και ο Θ. σκότωσαν, με τη συνενοχή της μητέρας… …