τὰ πολύποδα

  • 1πολυπόδα — πολυπόδᾱ , πολυπόδης masc nom/voc/acc dual πολυπόδης masc voc sg πολυπόδᾱ , πολυπόδης masc gen sg (doric aeolic) πολυπόδης masc nom sg (epic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2πολύποδα — πολύπους 1 many footed masc acc sg πολύπους 1 many footed neut nom/voc/acc pl πολύπους 1 many footed masc/fem acc sg πολύπους 2 poulp neut acc pl πολύπους 2 poulp masc acc sg πολύπους 2 poulp neut nom pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3μεταγένεση — Φαινόμενο εναλλαγής αγενούς και εγγενούς αναπαραγωγής, το οποίο συναντάται, κυρίως, στα κνιδόζωα (υδρόζωα και σκυφόζωα) στους κεστώδεις και σε πολλά πρωτόζωα. Ως παράδειγμα μ., αναφέρονται τα υδρόζωα: από το γονιμοποιημένο ωάριο εξέρχεται μια… …

    Dictionary of Greek

  • 4κνιδόζωα — Φύλο υδρόβιων μεταζώων, σχεδόν αποκλειστικών θαλάσσιων, με ακτινωτή συμμετρία, τα οποία είτε ζουν μόνα τους είτε είναι οργανωμένα σε αποικίες, στην επιφάνεια της θάλασσας ή προσκολλημένα στο έδαφος. Από εξελικτική άποψη, τα κ. βρίσκονται σε… …

    Dictionary of Greek

  • 5ίουλος — I (Βοτ.). Χαρακτηριστική ταξιανθία σε μορφή τσαμπιού, που αποτελείται γενικά από μονογενή άνθη, συχνότερα αρσενικά. Ο ί. ταξινομείται στις απλές βοτρυώδεις ταξιανθίες και αποτελεί υποκατηγορία της ταξιανθίας στάχυς. Τα άνθη που συγκροτούν τον ί.… …

    Dictionary of Greek

  • 6αλιδώνα — η είδος χταποδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἑλεδώνη «είδος πολύποδα»] …

    Dictionary of Greek

  • 7βολίταινα — βολίταινα, η (Α) [βόλιτον, ος] είδος μικρού πολύποδα με δυνατή οσμή, όζαινα, βρομοχτάποδο …

    Dictionary of Greek

  • 8διμορφισμός — Η ύπαρξη δύο διαφορετικών μορφών σε άτομα του ίδιου είδους ζώων ή φυτών. Διακρίνουμε δύο κύριες κατηγορίες δ.: τον γενετικό δ., ο οποίος οφείλεται σε χαρακτηριστικά που ελέγχονται γενετικά, και τον μη γενετικό δ., που οφείλεται σε άλλους… …

    Dictionary of Greek

  • 9επτάπους — ἑπτάπους, ουν (AM) 1. μήκους επτά ποδών 2. (για πολύποδα) αυτός που έχει επτά πόδια …

    Dictionary of Greek

  • 10ιμαντοπέδη — ἱμαντοπέδη, ἡ (Α) (για τα πλοκάμια τού πολύποδα) ιμάντινος δεσμός, σφιχτό δέσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, άντος + πέδη «δεσμός»] …

    Dictionary of Greek