τὰ πλάγια τῆς γλώττης

  • 1περισείρια — τὰ, Α (κατά τον Ησύχ.) «τὰ πλάγια τής γλώττης». [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σειρά (πρβλ. παρά σειρα «οι κοιλότητες τού στόματος στις δύο πλευρές τής γλώσσας»)] …

    Dictionary of Greek