τὰ παροιμιακά
1παροιμιακά — παροιμιακός proverbial neut nom/voc/acc pl παροιμιακά̱ , παροιμιακός proverbial fem nom/voc/acc dual παροιμιακά̱ , παροιμιακός proverbial fem nom/voc sg (doric aeolic) …
2παροιμιακός — ή, ό / παροιμιακός, ή, όν, ΝΑ [παροιμία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παροιμία, ο παροιμιώδης («παροιμιακή ρήση») αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ παροιμιακόν (ενν. μέτρον) αναπαιστικός καταληκτικός δίμετρος που απαντά συνήθως στο τέλος αναπαιστικού …