τὰ παράδρομα
1παράδρομα — βλ. παράδρομος …
2παράδρομα — παράδρομος that may be run through neut nom/voc/acc pl …
3παραδρομάς — παραδρομά̱ς , παραδρομή running beside fem acc pl …
4παράδρομος — ο / παράδρομος, ον, ΝΑ νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο παράδρομος δρόμος που βρίσκεται παράλληλα σε κεντρική λεωφόρο αρχ. 1. αυτός διά μέσου τού οποίου μπορεί να περάσει κάποιος 2. αυτός που απλώνεται πλάι σε κάτι, αυτός που εκτείνεται κατά μήκος 3.… …