τὰ παλίμπηγα
1παλίμπηγα — παλίμπηγα, τὰ (Α) ραμμένα υποδήματα, μπαλωμένα παπούτσια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πηγός «σταθερός» (< πήγνυμι)] …
2παλίμπηγα — cobbled shoes neut nom/voc/acc pl …
3πάλι — (ΑΜ πάλι και πάλιν) επίρρ. 1. (χρονικό) εκ νέου, ξανά, άλλη μια φορά (α. «πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θά ναι» β. «καὶ εἰσῆλθε πάλιν εἰς τὴν συναγωγήν», ΚΔ) 2. (τοπικό) πίσω (α. «θα σού δώσω πάλι όσα δανείστηκα» β. «πάλιν χώρει μηδ… …