τὰ οἴσυα
1οἰσύα — οἰσύᾱ , οἰσύα osier fem nom/voc/acc dual οἰσύᾱ , οἰσύα osier fem nom/voc sg (doric aeolic) …
2οισύα — οἰσύα, ἡ (ΑΜ) μσν. το φυτό ιτιά αρχ. 1. το φυτό λυγαριά 2. φρ. «οἰσύα ἡ ἀγρία» το φυτό ελξίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. οίσος] …
3οἰσύας — οἰσύᾱς , οἰσύα osier fem acc pl οἰσύᾱς , οἰσύα osier fem gen sg (doric aeolic) …
4οἰσύαι — οἰσύα osier fem nom/voc pl οἰσύᾱͅ , οἰσύα osier fem dat sg (doric aeolic) …
5οἰσύαν — οἰσύᾱν , οἰσύα osier fem acc sg (doric aeolic) …
6οἰσυῶν — οἰσύα osier fem gen pl …
7οίσος — οἶσος και οἰσὸς, ὁ (Α) είδος ιτιάς ή λυγαριάς, τα κλαδιά τής οποίας χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή πλεγμάτων, σχοινιών κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. οἶσος, οἰσύα εμφανίζουν την ετεροιωμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *wei «στρέφω, κάμπτω», με κατάλ. *tu / tw …
8οίσυον — οἴσυον, τὸ (Α) [οισύα] 1. (αμφβλ. ανάγν.) οισύα* 2. φρ. «ἐν τοῑς οἰσύοις» τόπος αγοράς καλαθιών κατασκευασμένων από κλαδιά λυγαριάς …
9οίσαξ — οἴσαξ, ἡ (Μ) οισύα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶσος «είδος ιτιάς» + επίθημα αξ, ακος, που απαντά συχνά σε ον. φυτών (πρβλ. θρίδ αξ, στύρ αξ] …
10οισυοπλόκος — οἰσυοπλόκος, ον (Α) αυτός που πλέκει διάφορα αντικείμενα, όπως λ.χ. καλάθια, με κλαδιά λυγαριάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰσύα «το φυτό λυγαριά» + πλόκος (< πλόκος < πλέκω), πρβλ. δολο πλόκος, στεφανη πλόκος] …
- 1
- 2