τὰ νεῠρα
1νευρά — νευρά̱ , νευρά string fem nom/voc/acc dual νευρά̱ , νευρά string fem nom/voc sg (attic doric aeolic) νευράς fem voc sg νευρά̱ , νευρή fem nom/voc/acc dual νευρά̱ , νευρή fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2νευρᾷ — νευρά string fem dat sg (attic doric aeolic) νευρή fem dat sg (attic doric aeolic) …
3νευρά — Οι νευρικές δέσμες. Βλ. λ. νευρικό σύστημα. * * * η (Α νευρά, ιων. τ. νευρή, ποιητ. τ. νευρειή) χορδή τόξου ή μουσικού οργάνου κατασκευασμένη από νεύρο ή από έντερο («οἱ μὲν αὐτῶν σφόδρα τὰς νευρὰς ἐπιτείνοντες», Λουκιαν.) αρχ. λυγαριά. [ΕΤΥΜΟΛ.… …
4νεύρα — Οι νευρικές δέσμες. Βλ. λ. νευρικό σύστημα. * * * νεύρα, ἡ (Μ) 1. νεύρο 2. μυώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού νεῦρον (τὸ) με αλλαγή γένους] …
5νευρά — η χορδή τόξου ή μουσικού οργάνου από νεύρα ή έντερα ζώου …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
6αγγειοκινητικά νεύρα — Νεύρα του συμπαθητικού και παρασυμπαθητικού νευρικού συστήματος τα οποία βρίσκονται στα τοιχώματα των αγγείων και προκαλούν τη συστολή ή τη διαστολή τους (αγγειοσυσταλτικά αγγειοδιασταλτικά). Έχουν τα κέντρα τους στον εγκέφαλο, τον προμήκη και… …
7νεῦρα — νεῦρον sinew neut nom/voc/acc pl …
8κρανιακά νεύρα — Ονομασία 12 ζευγών νεύρων που ξεκινούν από την πρόσθια επιφάνεια του στελέχους του εγκεφάλου και, μέσα από ειδικές οπές του κρανίου, φτάνουν μέχρι τα όργανα και τους ιστούς της κεφαλής και του τραχήλου και τα νευρώνουν. Από αυτά μόνο ένα, το… …
9Τὰ νεῦρα του πολέμου. — См. Кто силен да богат, тому хорошо воевать …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
10νευρᾶι — νευρᾷ , νευρά string fem dat sg (attic doric aeolic) νευρᾷ , νευρή fem dat sg (attic doric aeolic) …