τὰ μαλάκια
1μαλακία — μαλακίᾱ , μαλακία softness fem nom/voc/acc dual μαλακίᾱ , μαλακία softness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) μαλακίᾱ , μαλακιάω become soft pres imperat act 2nd sg μαλακίᾱ , μαλακιάω become soft imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …
2μαλάκια — cephalopod mollusca neut nom/voc/acc pl …
3μαλακίᾳ — μαλακίαι , μαλακία softness fem nom/voc pl μαλακίᾱͅ , μαλακία softness fem dat sg (attic doric aeolic) …
4μαλάκια — Μεγάλο φύλο του ζωικού βασιλείου, το οποίο περιλαμβάνει ζώα με μαλακό σώμα –όπως υποδηλώνει και η ονομασία τους– το οποίο βρίσκεται μέσα σε ένα σκληρό ασβεστολιθικό κέλυφος. Στερούνται μεταμέρειας και έχουν αμφίπλευρη συμμετρία, η οποία μερικές… …
5μαλακία — Μεγάλο φύλο του ζωικού βασιλείου, το οποίο περιλαμβάνει ζώα με μαλακό σώμα –όπως υποδηλώνει και η ονομασία τους– το οποίο βρίσκεται μέσα σε ένα σκληρό ασβεστολιθικό κέλυφος. Στερούνται μεταμέρειας και έχουν αμφίπλευρη συμμετρία, η οποία μερικές… …
6μαλάκια — τα (ζωολ.), υδρόβια πρωτόζωα που έχουν σώμα μαλακό χωρίς σκελετό και αρθρώσεις και ορισμένα έχουν κέλυφος (μύδια, σουπιές, καλαμάρια κτλ.) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
7μαλακία — η 1. ο αυνανισμός. 2. μαλθακότητα, πνευματική αδυναμία, ηλιθιότητα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
8κερατο(ειδο)μαλακία — η ιατρ. μαλάκυνση τού κερατοειδούς χιτώνα τού οφθαλμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. keratomalacia < kerato (πρβλ. κέρας, τος) + malacia (πρβλ. μαλακία] …
9μαλακίας — μαλακίᾱς , μαλακία softness fem acc pl μαλακίᾱς , μαλακία softness fem gen sg (attic doric aeolic) μαλακίᾱς , μαλακιάω become soft imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …
10μαλακίαν — μαλακίᾱν , μαλακία softness fem acc sg (attic doric aeolic) μαλακίᾱν , μαλακιάω become soft imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) μαλακίᾱν , μαλακιάω become soft imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …