τὰ κύμβαλα
1κύμβαλα — κύμβαλον cymbal neut nom/voc/acc pl …
2κύμβαλ' — κύμβαλα , κύμβαλον cymbal neut nom/voc/acc pl …
3κατακυμβαλίζω — (Α) ξεκουφαίνω κάποιον κρούοντας κύμβαλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κυμβαλίζω «κρούω κύμβαλα»] …
4κρουστά — Μουσικά όργανα, των οποίων ο ήχος προκύπτει μέσω της κρούσης, δηλαδή ηχούν όταν τα χτυπήσει κάποιος κατά διάφορους τρόπους. Τα κ. αποτελούν την αρχαιότερη από όλες τις κατηγορίες μουσικών οργάνων. Από το απλό χτύπημα των χεριών ή των ποδιών μέχρι …
5κρούστα — Μουσικά όργανα, των οποίων ο ήχος προκύπτει μέσω της κρούσης, δηλαδή ηχούν όταν τα χτυπήσει κάποιος κατά διάφορους τρόπους. Τα κ. αποτελούν την αρχαιότερη από όλες τις κατηγορίες μουσικών οργάνων. Από το απλό χτύπημα των χεριών ή των ποδιών μέχρι …
6ντέφι — Κρουστό μουσικό όργανο, αρχαίας προέλευσης. Αποτελείται από ξύλινο κυκλικό πλαίσιο, στο οποίο υπάρχουν χάλκινα κύμβαλα ή κουδουνάκια. Η μία πλευρά του πλαισίου είναι σκεπασμένη με μεμβράνη ή κατεργασμένο δέρμα. Ο ήχος παράγεται με την κρούση ή… …
7Кимвал — Классификация Ударный музыкальный инструмент, Идиофон Связанные статьи Тала Кимвал (греч. κύμβαλον, лат. cymbălum), употребля …
8BALATOR — in Appendice ad Chron. Leodiense A. C. 1374. apud Labeum Tom. 1. Bibl. p. 408. vel. ut est in Notis Tyronis, Ballator, saltator est. Unde Balatio, saltatio in Glossis Isidori; et Ballematium seu Ballisteum, chorea seu cantilena, ad quam saltatur …
9επικροτώ — (AM ἐπικροτῶ, έω) επιδοκιμάζω, εγκρίνω με ζωηρότητα («Καίσαρι δὲ ἀρνουμένῳ πᾱς ὁ δῆμος ἐπικρότει μετά βοής», Πλούτ.) αρχ. μσν. χειροκροτώ αρχ. 1. χτυπώ, συγκρούω με θόρυβο («ἐπικροτῶ τὰ κύμβαλα») 2. πέφτω με θόρυβο πάνω σε κάτι («τὰ δ’ ἅρματα… …
10κλαπατσίμπαλα — τα 1. λαϊκή ονομασία διαφόρων κρουστών μουσικών οργάνων από μεταλλικούς δίσκους, κύμβαλα κ.ά. 2. (γενικά) τα μουσικά όργανα. [ΕΤΥΜΟΛ. Παραφθορά τού κλαβικύμβαλον] …