τὰ εἰρημένα
1εἰρημένα — ἐρῶ verbum perf part mp neut nom/voc/acc pl (epic ionic) εἰρημένᾱ , ἐρῶ verbum perf part mp fem nom/voc/acc dual (epic ionic) εἰρημένᾱ , ἐρῶ verbum perf part mp fem nom/voc sg (epic doric ionic aeolic) …
2εἰρημένᾳ — εἰρημέναι , ἐρῶ verbum perf part mp fem nom/voc pl (epic ionic) εἰρημένᾱͅ , ἐρῶ verbum perf part mp fem dat sg (epic doric ionic aeolic) …
3εἰρημέν' — εἰρημένα , ἐρῶ verbum perf part mp neut nom/voc/acc pl (epic ionic) εἰρημένε , ἐρῶ verbum perf part mp masc voc sg (epic ionic) εἰρημέναι , ἐρῶ verbum perf part mp fem nom/voc pl (epic ionic) εἰρημένᾱͅ , ἐρῶ verbum perf part mp fem dat sg (epic… …
4εἰρημένας — εἰρημένᾱς , ἐρῶ verbum perf part mp fem acc pl (epic ionic) εἰρημένᾱς , ἐρῶ verbum perf part mp fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …
5εἰρημέναν — εἰρημένᾱν , ἐρῶ verbum perf part mp fem acc sg (epic doric ionic aeolic) …
6αρίζηλος — ἀρίζηλος, ον και η, ον (Α) Ι. 1. φανερός, καταφανής 2. (για τη λάμψη ουράνιων σωμάτων) πολύ φωτεινός, λαμπρός 3. (για ήχο) ισχυρός, δυνατός 4. (για πρόσωπα) θαυμαστός II. επίρρ. σαφώς («ἀριζήλως εἰρημένα» αυτά που έχουν ειπωθεί ξεκάθαρα). [ΕΤΥΜΟΛ …
7εξαναχωρώ — ἐξαναχωρῶ, έω (Α) 1. αναχωρώ από έναν τόπο ή για έναν τόπο, αποσύρομαι από μια θέση («τοὺς λοιποὺς αὖτις ἐξαναχωρέειν ἐπὶ τὸν ποταμόν», Ηρόδ.) 2. (μτβ.) αποσύρω, ανακαλώ κάτι («ἐξανεχώρει τὰ εἰρημένα», Θουκ.) …
8προσδιαβάλλω — Α 1. παρουσιάζω κατά τρόπο ψευδή («καὶ τὰ ὀρθῶς εἰρημένα προσδιαβάλλειν ἄδικα εἶναι», Αντιφ.) 2. συκοφαντώ κάποιον επί πλέον («τὸ τοὺς πατρικίους προσδιαβαλεῑν τῷ δήμῳ», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + διαβάλλω «συκοφαντώ»] …
9σπανιάκις — Α επίρρ. σπανίως, σπάνια («σπανιάκις είρημένα ὑπὸ τῶν πάλαι», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάνιος + επιρρμ. κατάλ. ακις (πρβλ. πολλ άκις)] …
10συγγενής — ές, ΝΜΑ, θηλ. και συγγένισσα Ν, θηλ. και συγγενίς, ίδος, Α 1. αυτός που κατάγεται από το ίδιο γένος, που έχει δεσμούς συγγένειας με κάποιον (α. «είναι μακρινός μου συγγενής» β. «καὶ ὅτι αὐτῷ μοι συγγενής ἐστι ὁ παῑς», Ηρόδ.) 2. αυτός που υπάρχει… …
- 1
- 2