τὰ διακεκριμένα
1διακεκριμένα — διακρίνω separate one from another perf part mp neut nom/voc/acc pl διακεκριμένᾱ , διακρίνω separate one from another perf part mp fem nom/voc/acc dual διακεκριμένᾱ , διακρίνω separate one from another perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …
2διακεκριμένας — διακεκριμένᾱς , διακρίνω separate one from another perf part mp fem acc pl διακεκριμένᾱς , διακρίνω separate one from another perf part mp fem gen sg (doric aeolic) …
3μεταμέρεια — Όρος που στη ζωολογία υποδηλώνει εκείνη τη δομή σώματος που αποτελείται από διαδοχικές επαναλαμβανόμενες υποδιαιρέσεις, κατά μήκος του σωματικού άξονα, στις οποίες περιλαμβάνονται τα ίδια ή σχεδόν τα ίδια όργανα· αυτό το φαινόμενο παρατηρείται… …
4ιδιαζόντως — (ΑΜ ἰδιαζόντως) επίρρ. με ιδιαίτερο τρόπο μσν. 1. ιδιωτικώς, όχι δημόσια 2. διακεκριμένα μσν. αρχ. ξεχωριστά, ανεξάρτητα από... [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. ιδιάζων τού ρ. ιδιάζω] …
5νευρόπτερα — Τάξη εντόμων που αριθμεί πολυάριθμα είδη σπάνια μικρών διαστάσεων (άνοιγμα πτερύγων 5 χιλιοστά), συχνότερα μέσου ή μεγάλου μεγέθους και ορισμένες φορές πολύ μεγάλου (μερικοί μυρμηκολέοντες έχουν άνοιγμα πτερύγων σχεδόν 17 εκ.). Τα στοματικά… …
6σύνολο — Στα μαθηματικά, με τον όρο αυτό εννοούμε «κάθε συλλογή από αντικείμενα καθορισμένα και τελείως διακεκριμένα μεταξύ τους, που τη θεωρούμε ως ένα όλο». Η διατύπωση αυτή οφείλεται στο δημιουργό της θεωρίας των σ. Γκέοργκ Κάντορ (1845 1918). Ο όρος… …
7τριθεϊσμός — ο, Ν εκκλ. εσφαλμένη θεολογική αντίληψη, η οποία, στην ερμηνεία τού μυστηρίου τής Αγίας Τριάδας, δέχεται ότι οι τρεις υποστάσεις τού Θεού, ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα, αποτελούν τρεις χωριστούς θεούς με διακεκριμένα πρόσωπα και… …
8υπολογιστής — ο, Ν 1. βοηθός λογιστής 2. (πληροφ.) ο ηλεκτρονικός υπολογιστής 3. ναυτ. τίτλος οικονομικού βαθμοφόρου αντίστοιχος τού αρχικελευστή 4. μτφ. άνθρωπος που σκέπτεται και ενεργεί με ιδιοτέλεια και υστεροβουλία συμφεροντολόγος 5. φρ. α) «ηλεκτρονικός… …
9φανερός — ή, ό / φανερός, ά, όν, ΝΜΑ, και θηλ. και ός, και φανειρός, ά, όν, Α 1. αυτός που φαίνεται, ορατός, εμφανής, ευδιάκριτος (α. «φανερός στόχος για τους εχθρούς» β. «τὸ δὲ πάλαι φανερῶν τῶν πηγῶν οὐσῶν», Θουκ.) 2. φρ. «στα φανερά» και «ἐς [και εἰς]… …
10φορτίο — Στην αντοχή υλικών σημαίνει το σύνολο των εξωτερικών δυνάμεων που ασκούνται σε ένα κατασκευαστικό σύνολο (δοκός, πλάκα, γέφυρα, στέγη κλπ.). Τα φ. διακρίνονται καταρχήν σε μόνιμα και συμπτωματικά. Τα πρώτα αποτελούνται από το ίδιο το βάρος της… …
- 1
- 2