τὰ δημόσιά που καὶ π

  • 81ιθαγένεια — (Νομ.). Όρος που υποδηλώνει τον νομικό δεσμό του ατόμου με το κράτος. Η εναλλακτική του ονομασία είναι υπηκοότητα. Η ι. είναι θεσμός που αναφέρεται στην προσωπική κατάσταση του ατόμου, ενώ ενδιαφέρει τη δημόσια τάξη και το δημόσιο δίκαιο. Η ι.… …

    Dictionary of Greek

  • 82Μουσείο, Αρχαιολογικό Τεγέας — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Τεγέας χτίστηκε στις αρχές του 20ού αι. στο χωριό Αλέα. Η συλλογή του περιλαμβάνει ευρήματα από τα νεολιθικά έως και τα βυζαντινά χρόνια. Τα πρωιμότερα ευρήματα που εκτίθενται στο μουσείο προέρχονται από τις περιοχές… …

    Dictionary of Greek

  • 83περιουσία — Στο ιδιωτικό δίκαιο ο όρος έχει σημασία διαφορετική από εκείνη που αποδίδεται συνήθως σ’ αυτόν: δηλώνει το σύνολο των υποκειμένων σε οικονομική αξιολόγηση σχέσεων, που αναφέρονται σε ένα υποκείμενο της νομικής τάξης. Με την έννοια αυτή, κάθε… …

    Dictionary of Greek

  • 84Σεούλ — (Κιονγκσόνγκ). Πόλη (9.645.932 κάτ.), πρωτεύουσα της Δημοκρατίας της Κορέας και της ομώνυμης επαρχίας (605 τ. χλμ.) που εκτείνεται γύρω από την πόλη και περιλαμβάνει τα άμεσα περίχωρα με τα προάστια και τα αστικά κέντρα που εξαρτιούνται… …

    Dictionary of Greek

  • 85Τιβέριος — I (Tiberius). Όνομα 2 Ρωμαίων αυτοκρατόρων. 1. Ιούλιος Καίσαρ (Ρώμη 42 π.Χ. – Μισένο 37 μ.Χ.). Απόγονος της αριστοκρατικής οικογένειας των Κλαυδίων, μπήκε νεότατος στη δημόσια ζωή και μετά τον γάμο της μητέρας του Λιβίας με τον Αύγουστο έγινε… …

    Dictionary of Greek

  • 86συκοφάντης — ο, θηλ. συκοφάντρια, ΝΜΑ, θηλ. και συκοφαντις, ιδος, Α 1. αυτός που διατυπώνει ψευδείς κατηγορίες για κάποιον, που δυσφημεί, διαβολέας 2. (στην αρχ. Αθήνα) α) δημόσιος μηνυτής εκείνων που είχαν κλέψει σύκα από τις ιερές συκιές β) μηνυτής εκείνων… …

    Dictionary of Greek

  • 87αστοί — Στον Μεσαίωνα ονομάζονταν α. (burgenses, bourgeois)αρχικά οι κάτοικοι των αστικών οικισμών (γαλλ. bourg, γερμ. burg, ιταλ. borgo), οι οποίοι συγκροτούσαν τις μεσαιωνικές πόλεις. Από την εποχή αυτή έχουν μείνει τα τοπωνύμια πολλών σύγχρονων πόλεων …

    Dictionary of Greek

  • 88δημόσιο δίκαιο — Το σύνολο των κανόνων που συνιστούν τον νομικό αυτοπεριορισμό της κρατικής εξουσίας σε σχέση με τους πολίτες της, με τους διαφόρους οργανισμούς (νομικά πρόσωπα κλπ.), με τα άλλα κράτη, καθώς επίσης και με την οργάνωση της ίδιας της άσκησης της… …

    Dictionary of Greek

  • 89θεσμοθέτες — Οι έξι από τους ανώτατους λειτουργούς της πολιτείας της αρχαίας Αθήνας οι οποίοι, μαζί με τον βασιλιά, τον πολέμαρχο και τον επώνυμο άρχοντα, αποτελούσαν τους εννέα ενιαύσιους άρχοντες. Το λειτούργημα του θ. καθιερώθηκε, για πρώτη φορά, περίπου… …

    Dictionary of Greek

  • 90παλινόρθωση — Στη Γαλλία, ο όρος αρχικά χαρακτήριζε την αποκατάσταση στον θρόνο του πρωτότοκου κλάδου των Βουρβώνων, αλλά η έννοιά του διευρύνθηκε γρήγορα και σήμαινε την περίοδο της ιστορίας ολόκληρης της Ευρώπης από το 1815 μέχρι το 1830, κατά την οποία… …

    Dictionary of Greek