τὰ δημόσιά που καὶ π

  • 111Κάτων, Μάρκος Πόρκιος, ο Πρεσβύτερος ή Τιμητής — (Marcus Porcius Cato, Τούσκουλο 234 – Ρώμη 149 π.Χ.). Ρωμαίος πολιτικός και συγγραφέας. Για να διακρίνεται από τον δισέγγονό του, του δόθηκε η προσωνυμία Πρεσβύτερος. Καθώς καταγόταν από οικογένεια γεωργών, ασχολήθηκε και ο ίδιος με τη γεωργία… …

    Dictionary of Greek

  • 112Κεφαλληνός, Ανδρέας — (Κέρκυρα 1856 – 1943). Λόγιος. Μετά τη βασική εκπαίδευσή του στο γυμνάσιο της Κέρκυρας, συνέχισε τις σπουδές του στο Μόναχο και στη Φλωρεντία, όπου παρακολούθησε μαθήματα ινδικής φιλολογίας και αναγορεύτηκε διδάκτορας της φιλοσοφίας. Μετά την… …

    Dictionary of Greek

  • 113αρχισυνάγωγος — Ο προϊστάμενος της εβραϊκής συναγωγής. Στη δικαιοδοσία του α. ανήκε η εκλογή εκείνων που διάβαζαν στη συναγωγή, το Σαββάτο και τις εορτές, τις περικοπές της Βίβλου, απάγγελλαν τις προσευχές και κήρυτταν. Ο α. φρόντιζε επίσης για τα σχετικά με τη… …

    Dictionary of Greek

  • 114φόρουμ — το, ΝΜΑ άκλ. (στην αρχαιότητα) υπαίθριος χώρος λαϊκών συναθροίσεων περιβαλλόμενος από δημόσια οικοδομήματα και στοές που βρισκόταν στο κέντρο κάθε αρχαίας ρωμαϊκής πόλης και ο οποίος αποτελούσε τη ρωμαϊκή εκδοχή τής ελληνικής Αγοράς, από την… …

    Dictionary of Greek

  • 115Μπέλμαν, Καρλ Μίκαελ — (Karl Mikael Bellman, Στοκχόλμη 1740 – 1795). Σουηδός ποιητής. Ήταν ο πρώτος από εικοσιένα αδέλφια· ο πατέρας του εργαζόταν σε δημόσια υπηρεσία και ο ίδιος διετέλεσε γραμματέας της αυλής από το 1780. Άρχισε να γράφει νεότατος: ποιητής με πλούσια… …

    Dictionary of Greek

  • 116πρόσκλαυση — η / πρόσκλαυσις, αύσεως, ΝΜΑ [προσκλαίω] 1. ικεσία, παράκληση με κλαυθμούς, ως πρώτος βαθμός μετάνοιας 2. (στην αρχ. χριστ. εκκλ.) εκκλησιαστικό επιτίμιο, η βαρύτερη ποινή τών πρωτοχριστιανικών χρόνων που επιβαλλόταν σε όσους διέπρατταν σοβαρά… …

    Dictionary of Greek

  • 117Σέρβιος Τύλλιος — Μυθικός βασιλιάς της Ρώμης, διάδοχος του Ταρκύνιου Πρίσκου, που στα ανάκτορά του είχε ανατραφεί σαν δούλος. Η βασιλεία του υπήρξε ήπια και του αποδίνονται αρκετά δημόσια έργα και συνταγματικές μεταρρυθμίσεις. Λέγεται ότι δολοφονήθηκε …

    Dictionary of Greek

  • 118Στζέκελι, Μπερταλάν — (Szekely). Ούγγρος ζωγράφος (Κολοτσβάρ, σήμερα Κλούι 1835 – Ματιασφέλντ, Βουδαπέστη 1910). Είναι ο κυριότερος αντιπρόσωπος της ρομαντικής ουγγρικής ζωγραφικής. Ο Σ. ζωγράφισε διάφορες συνθέσεις αφιερωμένες στην ιστορία της πατρίδας του, που… …

    Dictionary of Greek

  • 119επετηρίδα — η 1. η επέτειος (βλ. λ.). 2. βιβλίο που κάθε χρόνο εκδίδεται από επιστημονικό ίδρυμα, σύλλογο ή δημόσια υπηρεσία και περιέχει στατιστικές πληροφορίες ή επιστημονικές εργασίες γραμμένες από τα μέλη τους: Επετηρίδα του πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. 3 …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 120βιβλιοθήκη — Δημόσια ή ιδιωτική συλλογή βιβλίων ή χειρογράφων, οργανωμένη με σκοπό τη διατήρησή τους ή τη διευκόλυνση των αναγνωστών να τα συμβουλεύονται και να τα μελετούν. Ο όρος σημαίνει επίσης και τον τόπο όπου φυλάσσονται τα βιβλία, αλλά και… …

    Dictionary of Greek