τὰ δημόσιά που καὶ π

  • 101Γκοσέκ, Φρανσουά Ζοζέφ — (Francois Joseph Gossec, Βερνί, Ενό 1734 – Πασί, Παρίσι 1829).Γάλλος συνθέτης. Αρχικά μέλος παιδικής εκκλησιαστικής χορωδίας και έπειτα μέλος της ορχήστρας La poupliniere, ο Γ. υπήρξε προστάτης της τέχνης και γρήγορα απέκτησε φήμη, όχι μόνο ως… …

    Dictionary of Greek

  • 102Σταύρου, Γεώργιος — Ο πρώτος διοικητής της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας (Ιωάννινα 1788 Αθήνα 1869). Μετά τις βασικές σπουδές στη γενέτειρα του συνέχισε στη Βιέννη, όπου και παράμεινε για να διευθύνει την εμπορική επιχείρηση του πατέρα του. Εκεί μετέχει στη Φιλική… …

    Dictionary of Greek

  • 103Προύσα — Πόλη της βορειοδυτικής Τουρκίας, στην περιοχή της Βιθυνίας, N της Προποντίδας, όπου βρίσκεται το επίνειό της Μουδανιά. Ιδρύθηκε από τον βασιλιά της Βιθυνίας Προυσία A’ (236 – 180 π.Χ.) στις υπώρειες του όρους Όλυμπος, ύστερα από υπόδειξη του… …

    Dictionary of Greek

  • 104Αργυρός, Ουμβέρτος — (Καβάλα 1877 –Αθήνα 1963).Ζωγράφος. Υπήρξε μαθητής πρώτα του Νικηφόρου Λύτρα και του Γεωργίου Ροϊλού στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας και αργότερα του Λεφτς και του Μάαρ στην Ακαδημία του Μονάχου. Ο Α. επιζητούσε να μεταδώσει στα έργα… …

    Dictionary of Greek

  • 105Ιερώνυμος ο εκ Πράγας — (1374 – 1416). Βοημός θεολόγος. Σπούδασε στην Κολονία, στη Χαϊδελβέργη, στο Παρίσι και στην Οξφόρδη. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του στην Αγγλία ήρθε σε επαφή με τη διδασκαλία του Άγγλου μεταρρυθμιστή Βίκλεφ και έγινε φανατικός οπαδός του. Όταν… …

    Dictionary of Greek

  • 106Κάλντερ, Αλεξάντερ Σάντι — (Alexander Sandy Calder, Φιλαδέλφεια 1898 – Νέα Υόρκη 1976). Αμερικανός γλύπτης. Έλαβε το πτυχίο του μηχανικού το 1919 από το πανεπιστήμιο του Νιου Τζέρσεϊ και στη συνέχεια παρακολούθησε μαθήματα στην Ένωση Σπουδαστών Τέχνης, την περίοδο 1923 26 …

    Dictionary of Greek

  • 107αρχισυναγωγός — Ο προϊστάμενος της εβραϊκής συναγωγής. Στη δικαιοδοσία του α. ανήκε η εκλογή εκείνων που διάβαζαν στη συναγωγή, το Σαββάτο και τις εορτές, τις περικοπές της Βίβλου, απάγγελλαν τις προσευχές και κήρυτταν. Ο α. φρόντιζε επίσης για τα σχετικά με τη… …

    Dictionary of Greek

  • 108Γκουαγιακίλ — (Guayaquil).Πόλη (1.982.600 κάτ. το 2002) του δυτικού Ισημερινού, πρωτεύουσα της επαρχίας Γκουάγιας (Guayas, 21.382 τ. χλμ., 3.256.763 κάτ. το 2001) στη δεξιά όχθη του ποταμού Γκουάγιας, Β του ομώνυμου κόλπου. Είναι η μεγαλύτερη πόλη του… …

    Dictionary of Greek

  • 109προεδρία — η, ΝΜΑ, και προεδρεία ΝΜ, και ιων. τ. προεδρίη Α το αξίωμα τού προέδρου νεοελλ. 1. η χρονική περίοδος τής θητείας τού προέδρου («επὶ τής προεδρίας του τα πράγματα ήταν διαφορετικά») 2. φρ. α) «προεδρία τής δημοκρατίας» ί) το αξίωμα τού Προέδρου… …

    Dictionary of Greek

  • 110Βομβάη — (Bombay ή Mumbai).Πόλη (11.914.398 κάτ. το 2001) της Ινδικής Ένωσης (Ινδίας), πρωτεύουσα του ομοσπονδιακού κράτους Μαχαράστρα, χτισμένη σε μια θαυμάσια τοποθεσία στο Σαλσέτ, νησί κοντά στις ακτές του Περσικού κόλπου. Το 1534, ο σουλτάνος του… …

    Dictionary of Greek