τὰ γέρρα
1γέρρα — η πόλεμος, μάχη. [ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. όρος < (προβηγκ.) guerra ή < γαλλ. guerre] …
2γέρρα — γέρρον anything made of wicker work neut nom/voc/acc pl …
3γέρρ' — γέρρα , γέρρον anything made of wicker work neut nom/voc/acc pl …
4ONOBALA — amnis siciliae, de quo sic Vir magnus, de Phoen. Colon. l. 1. c. 28. Prope Tauromenium, inquit, est amnis Tauromenius. quem Appianus appellat Onobalem: Παρέπλει, inquit, τὸν ποταμὸν τὸν Ὀνοβάλαν, καὶ τὸ ἱερὸν τὸ Ἀφροδίσιον, καὶ ὡρμτσατο εἰσ τὴν… …
5γέρρον — γέρρον, το (Α) 1. κάθε αντικείμενο πλεγμένο από ευλύγιστες βέργες, συνήθως λυγαριάς 2. η επιμήκης ασπίδα τών Περσών, σκεπασμένη με δέρμα βοδιού 3. το ψαθωτό τμήμα τής άμαξας 4. η γερροχελώνη, δηλ. πολιορκητική μηχανή σε σχήμα χελώνας… …
6γερροφόροι — γερροφόροι, οι (Α) ελαφρά οπλισμένοι στρατιώτες, που κρατούσαν γέρρα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < γέρρον + φορος < φέρω] …