τὰ βλέφαρα

  • 51σκοτώ — (I) άω, Α [σκότος] σκοτάζω*. (II) έω, Α [σκότος] σκοτῶ (III)*. (III) όω, ΜΑ [σκότος] μσν. σκοτώνω, φονεύω αρχ. 1. κάνω κάτι σκοτεινό, σκοτίζω, τυφλώνω («σκοτώσω βλέφαρα καὶ δεδορκότα», Σοφ.) 2. θαμπώνω 3. προξενώ σκοτοδίνη, προξενώ ζάλη, ζαλίζω… …

    Dictionary of Greek

  • 52σοβαροβλέφαρος — ον, Α αυτός τού οποίου τα βλέφαρα είναι υψωμένα, δηλ. υπεφήφανος, πομπώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σοβαρός + βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. καλλι βλέφαρος] …

    Dictionary of Greek

  • 53στιμμίζω — ΝΜΑ, και στιμίζω, και μέσ. τ. στιβίζομαι Α [στίμμι / στῑβι] βάφω τα βλέφαρα ή τα φρύδια με στίμμι μσν. μτφ. καθιστώ κάτι ευπρεπές ή λογικοφανές, ευτρεπίζω κάτι προκειμένου να εξαπατήσω κάποιον («ῥυθμῷ τὸ ψεῡδος στιμμίζουσιν», Θεοφύλ. Σ.) αρχ.… …

    Dictionary of Greek

  • 54συμβάλλω — ΝΜΑ [βάλλω] 1. (για ποταμό) χύνομαι σε άλλον, ενώνομαι με άλλον (α. «ο Λουδίας συμβάλλει με τον Αξιό» β. «ῥοὰς Σιμόεις συμβάλλετον ἠδὲ Σκάμανδρος», Ομ. Ιλ.) 2. (ιδίως για σωλήνες και αγωγούς) καταλήγω σε κάτι άλλο και ενώνομαι μαζί του (α. «τα… …

    Dictionary of Greek

  • 55συμβλέφαρο — το, Ν ιατρ. ουλώδης σύμφυση ανάμεσα στα βλέφαρα ή σε ένα βλέφαρο και στον βολβό τού ματιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. symblepharon (< συν * + βλέφαρο). Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αν. Αναγνωστάκη] …

    Dictionary of Greek

  • 56συνάπτω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνάπτω Α [ἅπτω] συνδέω, συνενώνω, συναρμόζω νεοελλ. 1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνημμένος, η, ο προσαρτημένος, ενωμένος με άλλον («συνημμένο έγγραφο») 2. φρ. α) «συνάπτω σχέσεις» i) δημιουργώ φιλικές σχέσεις, πιάνω φιλία… …

    Dictionary of Greek

  • 57συναρμόζω — ΝΜΑ, και αττ. τ. συναρμόττω Α συνδέω επιμέρους τμήματα προκειμένου να συγκροτήσω ένα αρμονικό και ενιαίο σύνολο, συναρμολογώ («ὀλόμενον σκάφος συναρμόσας ὁ Πριαμίδας», Ευρ.) νεοελλ. (κατ επέκτ.) κάνω στέρεη σύνδεση, στερεώνω μσν. μέσ.… …

    Dictionary of Greek

  • 58σχισμή — η, ΝΜΑ, και σκισμή Ν [σχίζω] επίμηκες άνοιγμα μικρού πλάτους, ρωγμή (α. «σχισμή εδάφους» β. «εἰς τὰς σχισμὰς τῶν πετρῶν», ΠΔ) νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) κάθε άνοιγμα που προκαλείται από σχίσιμο 2. ανατ. σχηματισμός που μοιάζει με αυλάκι στην… …

    Dictionary of Greek

  • 59σύκο — το / σῡκον, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. τῡκον Α 1. ο εδώδιμος καρπός τής συκιάς 2. φρ. α) «βασιλικά σύκα» και «σύκα βασίλεια [ἡ βασιλικά»]» είδος εκλεκτών και μεγάλων σύκων β) «ξηρά σύκα» αποξηραμένα σύκα που τρώγονται ως ξηροί καρποί γ) «λέω τα σύκα σύκα …

    Dictionary of Greek

  • 60τατουάζ — (tatouage, και συχνά ελληνικά δερματοστιξία). Η συνήθεια να χαράζουν επάνω στο δέρμα διάφορα σχέδια. Η λέξη τ., που έγινε διεθνής, κατάγεται από λέξη της παλαιάς γλώσσας της Ταϊτής, όπου η συνήθεια ονομαζόταν τατάου. Ανάλογα με το χρώμα του… …

    Dictionary of Greek