τὰ βλέφαρα

  • 31κυλάδες — κυλάδες, αἱ (Α) τα κοιλώματα κάτω από τα βλέφαρα, τα κύλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύλον + κατάλ. άδες, πληθ. τής άς, άδος] …

    Dictionary of Greek

  • 32κυλίς — κυλίς, ἡ (Α) το κοίλωμα που βρίσκεται κάτω από τα βλέφαρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύλον «το κοίλωμα κάτω από το μάτι» + υποκορ. κατάλ. ίς (πρβλ. γλωττ ίς, οδοντ ίς)] …

    Dictionary of Greek

  • 33κυλοιδιώ — κυλοιδιῶ, άω (Α) 1. έχω πρησμένα τα μέρη κάτω από τα βλέφαρα, έχω μαύρους κύκλους ή πρηξίματα κάτω από τα μάτια 2. έχω πρησμένο πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύλον «κοιλότητα κάτω από το μάτι» + οἰδιῶ «πρήζομαι»] …

    Dictionary of Greek

  • 34κύστη — Υμενώδης θύλακος του σώματος στον οποίο συλλέγεται υγρό· η ουροδόχος κ. Ονομάζεται επίσης παθολογική παραγωγή ή ανάπτυξη που σχηματίζεται από νεόπλαστη θήκη ή κοιλότητα, που περιέχει ρευστή, πολτώδη ή σπάνια στερεή ουσία ή αέρα. Κ. καλείται… …

    Dictionary of Greek

  • 35λαγοφθαλμία — και λαγωφθαλμία η ιατρ. αδυναμία πλήρους κάλυψης τού βολβού τού οφθαλμού από τα βλέφαρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lagophtalmus < νεολατ. lagophtalmus < λαγόφθαλμος] …

    Dictionary of Greek

  • 36λιποβλέφαρος — λιποβλέφαρος, ον (Α) 1. αυτός που δεν έχει βλέφαρα 2. ο αόμματος, ο τυφλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. ελικο βλέφαρος, χαριτο βλέφαρος] …

    Dictionary of Greek

  • 37λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… …

    Dictionary of Greek

  • 38μεσοβλεφάριος — α, ο 1. αυτός που βρίσκεται ανάμεσα στα βλέφαρα 2. φρ. ιατρ. «μεσοβλεφάρια σχισμή» εγκάρσια σχισμή η οποία διαχωρίζει τα ελεύθερα χείλη τών βλεφάρων …

    Dictionary of Greek

  • 39μεϊβομιανός — ή, ό φρ. «μεϊβομιανοί αδένες» ανατ. αδενίσκοι τού επιπεφυκότα πίσω από τα βλέφαρα, οι οποίοι εκκρίνουν ωχρόλευκο λιπώδες έκκριμα, τη λήμη, την τσίμπλα …

    Dictionary of Greek

  • 40μορμυρωπός — μορμυρωπός, όν (Α) αυτός που έχει οφθαλμούς απλανείς, ακίνητους χωρίς βλέφαρα, όπως το ψάρι μορμύρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μορμύρος «μουρμούρα» + ωπός(< ὤψ, ὠπός «όψη»), πρβλ. μορμορ ωπός] …

    Dictionary of Greek