τὰ βλέφαρα
101χαλαζιάρης — ο θηλ. χαλαζιάρα αυτός που έχει μικρούς όγκους στα βλέφαρά του …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
102χρυσοβλέφαρος — η, ο αυτός που τα βλέφαρά του έχουν χρυσωπό χρώμα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)