τὰ αἰδοῖα

  • 21σπήλαιο — Όνομα τριών οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (590 κάτ., υψόμ. 80 μ.) στην επαρχία Ορεστιάδας του νομού Έβρου. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (22 τ. χλμ., 590 κάτ.). 2. Ορεινός οικισμός (38 κάτ., υψόμ. 530 μ.), στην επαρχία Δωδώνης του νομού… …

    Dictionary of Greek

  • 22σωμάλοιφος — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὁ κατειλημμένος σώματι τὰ σκὐτινα αἰδοῑα». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < σῶμα + ἀλείφω] …

    Dictionary of Greek

  • 23σωμάτιο — το / σωμάτιον, ΝΜΑ, και σωμάτειον Α [σῶμα] νεοελλ. 1. μικρό σώμα, σωματίδιο 2. φρ. α) «στοιχειώδη σωμάτια [ή σωματίδια]» φυσ. βλ. στοιχειώδης β) «υποατομικά σωμάτια [ή σωματίδια]» φυσ. σωματίδια μικρότερα τών ατόμων και, συγκεκριμένα, στοιχειώδη… …

    Dictionary of Greek

  • 24ԱՄՕԹ — (ոյ, ով, ամօթս, զամօթս.) NBH 1 0077 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c գ. αἱσχύνη, ἑντροπή pudor, verecundia Կիրք ամաչելոյ. (որպէս յաղաչելոյ՝ աղօթք, յարածելոյ՝ արօտ.) շառագունութիւն դիմաց.… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)