τὰ αἰδοῖα

  • 11αιδοιίτιδα — Φλεγμονή του βλεννογόνου των εξωτερικών γεννητικών οργάνων της γυναίκας. Η φλεγμονή αυτή οφείλεται στην εγκατάσταση και τον πολλαπλασιασμό μικροβίων στο πλακώδες επιθήλιο του αιδοίου και οφείλεται είτε σε τραυματισμό (ρήξη του υμένα, αυνανισμός κ …

    Dictionary of Greek

  • 12αιδοιικός — ή, ό (Α αἰδοιικός, ή, όν) [αἰδοῑον] αυτός που αναφέρεται στο αιδοίο ή στα αιδοία «αιδοιική χώρα», το μέρος τού σώματος όπου το αιδοίο …

    Dictionary of Greek

  • 13αιδώς — Τεχνητή θεότητα, που την επινόησαν οι πρώτοι φιλόσοφοι, προσωποποίηση της συστολής και της ντροπής. Ήταν μια από τις Ώρες και είχε μητέρα τη Θέμιδα και αδελφές την Ευνομία, τη Δίκη, την Ειρήνη, τη Νέμεση κλπ. Ήταν μητέρα της Σωφροσύνης, τροφός… …

    Dictionary of Greek

  • 14απόρρητος — η, ο (AM ἀπόρρητος, ον) [ρητός] 1. αυτός που δεν πρέπει ή δεν μπορεί να λεχθεί, απόκρυφος, μυστικός 2. το ουδ. ως ουσ. το απόρρητο το μυστικό που δεν πρέπει να αποκαλυφθεί («επαγγελματικό, υπηρεσιακό απόρρητο») για κρατικούς λειτουργούς,… …

    Dictionary of Greek

  • 15ζώμα — το (Α ζῶμα) ζώνη, ζωστήρας, ζωνάρι αρχ. 1. το διάζωμα γύρω από τα αιδοία που φορούσαν οι αθλητές στην πυγμαχία και οι πολεμιστές 2. ένδυμα 3. ταινία που χρησιμοποιείται στη χειρουργική, επίδεσμος, ζώστης 4. ο τρόπος που είναι ζωσμένος κάποιος, το …

    Dictionary of Greek

  • 16κένταυρος — I (Αστρον.). Ένας από τους μεγαλύτερους και λαμπρότερους αστερισμούς του νοτίου ημισφαιρίου. Μέρος του αστερισμού αυτού φαίνεται από την Ελλάδα, όταν περνά από τον μεσημβρινό. Αποτελείται συνολικά από 148 αστέρια, ορατά με γυμνό μάτι. Σύμφωνα με… …

    Dictionary of Greek

  • 17κίναιδος — ο (ΑΜ κίναιδος) ο άντρας που συνουσιάζεται με άντρα, ο παθητικός ομοφυλόφιλος, πούστης || (μσν. αρχ.) αισχρός και ανήθικος άνθρωπος («κίναιδος, ασελγής, μαλακός», Φώτ.) αρχ. 1. είδος θαλάσσιου ψαριού 2. κιναίδιον* 3. είδος πολύτιμου λίθου 4. στον …

    Dictionary of Greek

  • 18μήδος — (I) μῆδος, τὸ (Α) (μόνο στον πληθ.) τὰ μήδεα α) σκέψεις, βουλεύματα, ιδίως πονηρά τεχνάσματα («ἄνδρα φέρουσα θεοῑς ἐναλίγκια μήδε ἔχοντα», Ομ. Οδ.) β) φροντίδες, μέριμνες («ἀλλά με σός τε πόθος σά τε μήδεα», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από… …

    Dictionary of Greek

  • 19νίδες — και, κατά τον Ησύχ., νιΐδες (Α) (κατά τον Φώτ.) «αἰδοῑα ἤ ὀρχίδια παιδίων». [ΕΤΥΜΟΛ. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ο τ. είναι σικελικής προέλευσης] …

    Dictionary of Greek

  • 20παραφαίνω — και ποιητ. τ. παρφαίνω Α 1. κάνω κάτι φανερό, δείχνω, αποκαλύπτω («μηδ αἰδοῑα παραφαινέμεν», Ησίοδ.) 2. φαίνομαι πλάγια, εμφανίζομαι κοντά ή απέναντι, αποκαλύπτομαι, βγαίνω στα φανερά («ἐν τῷ νῡν λόγῳ παραφανέντι», Πλάτ.) 3. εμφανίζω, παρουσιάζω… …

    Dictionary of Greek