τὰς συνδρομάς

  • 1συνδρομάς — άδος, ἡ, Α ιδιότυπος τ. θηλ. τού επιθ. σύνδρομος* («πέτρας τὰς συνδρομάδας» δηλαδή τις συμπληγάδες, Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σύνδρομος + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. λεπρ άς)] …

    Dictionary of Greek