τἆλλα οὕτως ἐπανισῶν ἔνεμε

  • 1επανισώ — ἐπανισῶ, όω (Α) 1. κάνω κάτι ίσο, ισοδύναμο με άλλα, εξισώνω, ισοσταθμίζω («και τἆλλα οὕτως ἐπανισῶν ἔνεμε», Πλάτ.) 2. επαναφέρω στην κανονική θέση, στη μεσότητα («ἐπανισουμένους τῷ πλήθει τε καὶ ὀλιγότητι τῆς διανομῆς», Πλάτ.) …

    Dictionary of Greek