τἄρα
1τάρα — τάρα, η και ντάρα, η (λ. ιταλ.), απόβαρο: Αφαιρώ από το βάρος την τάρα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2τάρα — (I) και ντάρα, η, Ν 1. η διαφορά μικτού και καθαρού βάρους, το απόβαρο 2. φρ. α) «παίρνω την τάρα» ζυγίζω το απόβαρο β) «βγάζω την τάρα» αφαιρώ το απόβαρο για να βρω το καθαρό βάρος γ) «μάς βγάλανε ντάρα» μτφ. δεν μάς υπολόγισαν, δεν μάς… …
3τἄρα — Ἄρα , Ἄρας masc voc sg (epic) ἄρα , ἄρα ir̃ indeclform (particle) ἄρα , ἄρον cuckoo pint neut nom/voc/acc pl ἄρᾱ , ἄρος use neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) ἔρᾱ , ἔρα earth fem nom/voc/acc dual ἔρᾱ , ἔρα earth fem nom/voc sg (attic doric… …
4τἆρα — ἄρα , ἄρα ir̃ indeclform (particle) ἄρα , ἄρον cuckoo pint neut nom/voc/acc pl ἄρᾱ , ἄρος use neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) ἆρα , ἆρα anxiety indeclform (interrog) ἆ̱ρα , αἴρω attach aor ind act 1st sg (doric aeolic) …
5Τάρα — Τάρας a Tarentine masc voc sg (epic) …
6ου τάρα — οὔ τἄρα (Α) αττ. κράση αντί ου τοι άρα …
7Τάρας — Τάρᾱς , Τάρας a Tarentine masc nom sg …
8Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …
9PARASYNAGOGA — Graece Παρασυναγωγὴ, species quaedam schismatis, sed sine haeresi, illegitimum conventum notat, et frequenter occurrit apud Patres. Eam ab haeresi et schismate sic distinguit Basilius M. Ep. 1. Canon. ad Amphilochium c. 1. ut Haereses quidem esse …
10TARA — fluv. Rasciae, in Drinum fluens. Cinnami Τάρα …