τἄνδον
1τάνδον — Α (στους αττ. συγγραφείς) κράση αντί τὰ ἔνδον …
2τἀνδόν — ἀνδόν , ἀναδίδωμι give up aor part act neut nom/voc/acc sg ἐνδόν , ἐνδίδωμι give in aor part act neut nom/voc/acc sg …
3τἄνδον — ἔνδον , ἔνδον within indeclform (adverb) …
4τἆνδον — ἄνδον , ἀναδίδωμι give up aor ind act 3rd pl (epic) ἄνδον , ἀναδίδωμι give up aor ind act 3rd pl (epic doric aeolic) …
5εξαρτύω — (Α ἐξαρτύω) [αρτύω] ετοιμάζω, συγυρίζω κάτι («χώρει δ ἐς δόμους, ὅσον τάχος καὶ τάνδον ἐξάρτυε», Ευρ.) αρχ. μέσ. 1. συμπληρώνω τα εφόδιά μου, προμηθεύομαι, εφοδιάζομαι με κάτι ή ως προς κάτι («ναυτικά τε ἐξηρτύετο ἡ Ἑλλάς», Θουκ.) 2. προετοιμάζω …