τἀλλότρι'
1τἀλλότρι' — ἀλλότρια , ἀλλότριος of neut nom/voc/acc pl ἀλλότριε , ἀλλότριος of masc voc sg ἀλλότριαι , ἀλλότριος of fem nom/voc pl …
1τἀλλότρι' — ἀλλότρια , ἀλλότριος of neut nom/voc/acc pl ἀλλότριε , ἀλλότριος of masc voc sg ἀλλότριαι , ἀλλότριος of fem nom/voc pl …