Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

τύχη

  • 1 τύχη

    [тихи] ουσ. α удача. τυχών [Тихон] επ.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τύχη

  • 2 счастье

    ουδ.
    1. ευτυχία, ευδαιμονία• καλοτυχιά•

    семейное счастье οικογενειακή ευτυχία•

    желаю вам счастье σας εύχομαι, ευτυχία.

    2. τύχη•

    слепое счастье τυφλή τύχη•

    дуракам счастье τους κουτούς ευνοεί η τύχη•

    ему счастье в игре είναι τυχερός στο παιγνίδι•

    на моё счастье για καλή μου τύχη•, что не случилось ευτυχώς, που δε συνέβηκε αυτό•

    жаловаться на своё счастье παραπονούμαι για την τύχη μου•

    военное счастье τυχερή έκβαση της μάχης• αίσια έκβαση της μάχης.•

    εκφρ.
    к -ью, на счастье, по -ью – (παρνθ. λ.) ευτυχώς, κατά καλή τύχη•
    на счастье – για το καλό, για ευτυχία•
    иметь счастье – έχω την ευτυχία (τύπος αβρότητας).

    Большой русско-греческий словарь > счастье

  • 3 счастье

    счасть||е
    с
    1. ἡ εὐτυχία·
    2. (удача) ἡ τύχη:
    к \счастьею εὐτυχώς· по \счастьею κατά κα-λή[ν] τύχη[ν]· на наше \счастье κατά καλή μας τύχη· ваше \счастье, что... είχατε τύχη πού...· пожелать кому-л, \счастьея εὐχομαι καλή τύχη σέ κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > счастье

  • 4 случай

    случай м 1) (происшествие) το γεγονός, το συμβάν, το περιστατικό; несчастный το δυστύχημα 2) (обстоятельство) η περίπτωση· η ευκαιρία (возможность удобный \случай η ευκαιρία; упустить \случай χάνω την ευκαιρία; представился \случай παρουσιάστηκε η ευκαιρία; пользоваться \случайем επωφελούμαι την ευκαιρία 3) (случайность) η τύχη ◇ при \случайе, в \случайе, если... αν τυχόν, στην περίπτωση που...· ни в коем \случайе σε καμιά περίπτωση; на всякий \случай για κάθε ενδεχόμενο; по \случайю чего-л. με την ευκαιρία...· на \случай στην τύχη
    * * *
    м
    1) ( происшествие) το γεγονός, το συμβάν, το περιστατικό

    несча́стный слу́чай — το δυστύχημα

    2) ( обстоятельство) η περίπτωση; η ευκαιρία ( возможность)

    удо́бный слу́чай — η ευκαιρία

    упусти́ть слу́чай — χάνω την ευκαιρία

    предста́вился слу́чай — παρουσιάστηκε η ευκαιρία

    по́льзоваться слу́чаем — επωφελούμαι την ευκαιρία

    3) ( случайность) η τύχη
    ••

    при слу́чае, в слу́чае, е́сли... — αν τυχόν, στην περίπτωση που…

    ни в ко́ем слу́чае — σε καμιά περίπτωση

    на вся́кий слу́чай — για κάθε ενδεχόμενο

    по слу́чаю чего́-л. — με την ευκαιρία…

    на слу́чай — στην τύχη

    Русско-греческий словарь > случай

  • 5 судьба

    судьб||а
    ж ἡ μοίρα, ἡ τύχη, τό πεπρωμένο[ν], ἡ είμαρμένη· ◊ какими \судьбаа-ми? разг πως ἐτυχες ἐδώ;· волею судеб (или судьбы) разг τἄφερε ἡ τύχη· благодарить \судьбау εὐχαριστώ τήν τύχη· бросить кого́-л. на произвол \судьбаы ἀφήνω κάποιον στό ἔλεος τής τύχης· распоряжаться собственной \судьбао́й εἶμαι κύριος τής τύχης μου.

    Русско-новогреческий словарь > судьба

  • 6 участь

    участь
    ж ἡ μοίρα, ἡ τύχη:
    горькая \участь ἡ μαύρη μοίρα· счастли́вая \участь ἡ καλή τύχη· разделить чью-л, \участь συμμερίζομαι τήν τύχη κάποιου.

    Русско-новогреческий словарь > участь

  • 7 судьба

    -ы, πλθ. судьбы, судеб κ. παλ. судеб, судьбам κ. παλ. судьбам θ.
    1. τύχη, μοίρα, ειμαρμένη, το μοιραίο• το πεπρωμένο, το γραφτό, της τύχης τα γραμμένα, μοιρόγραφτο• ριζικό.
    2. πλθ. -ы η ύπαρξη και η εξέλιξη•

    исторические -ы народных псень η τύχη και η εξέλιξη των δημοτικών τραγουδιών,

    εκφρ.
    какими -ами? – πως έπεσες (βρέθηκες) εδώ; ποιο καράβι σι έβγαλε εδώ;•
    не судьба ему – δε θα έχει τύχη, δε θα είναι τυχερός.

    Большой русско-греческий словарь > судьба

  • 8 везти

    I везти II безл. ему везёт έχει τύχη, είναι τυχερός ему не везёт είναι άτυχος II везти Ι (перевозить) κουβαλώ, μεταφέρω (με όχημα)
    * * *
    I
    ( перевозить) κουβαλώ, μεταφέρω (με όχημα)
    II безл.

    ему́ везёт — έχει τύχη, είναι τυχερός

    ему́ не везёт — είναι άτυχος

    Русско-греческий словарь > везти

  • 9 наугад

    Русско-греческий словарь > наугад

  • 10 наудачу

    наудачу στην τύχη· ότι βγει (как удастся)
    * * *
    στην τύχη; ότι βγει ( как удастся)

    Русско-греческий словарь > наудачу

  • 11 повезти

    повезти: ему \повезтило είχε τύχη!, ήταν τυχερός!
    * * *

    ему́ повезло́ — είχε τύχη!, ήταν τυχερός!

    Русско-греческий словарь > повезти

  • 12 произвол

    произвол м η αυθαιρεσία· η ανομία (беззаконие) ◇ оставить на \произвол судьбы εγκαταλείπω, αφήνω στην τύχη
    * * *
    м
    η αυθαιρεσία; η ανομία ( беззаконие)
    ••

    оста́вить на произво́л судьбы́ — εγκαταλείπω, αφήνω στην τύχη

    Русско-греческий словарь > произвол

  • 13 случайно

    случайно κατά τύχη, τυχαία
    * * *
    κατά τύχη, τυχαία

    Русско-греческий словарь > случайно

  • 14 судьба

    судьба ж η μοίρα, το γραφτό, η τύχη
    * * *
    ж
    η μοίρα, το γραφτό, η τύχη

    Русско-греческий словарь > судьба

  • 15 счастье

    счастье с η ευτυχία, η τύχη ◇ к \счастьею ευτυχώς
    * * *
    с
    η ευτυχία, η τύχη
    ••

    к сча́стью — ευτυχώς

    Русско-греческий словарь > счастье

  • 16 шанс

    шанс м η τύχη, η ελπίδα· иметь \шансы на успех έχω ελπίδες να πετύχω
    * * *
    м
    η τύχη, η ελπίδα

    име́ть шансы на успе́х — έχω ελπίδες να πετύχω

    Русско-греческий словарь > шанс

  • 17 везение

    везение
    с разг ἡ τύχη, τό νά ἐχεις τύχη, τό γούρι.

    Русско-новогреческий словарь > везение

  • 18 везти

    везти
    несов
    1. φέρω, μεταφέρω, κομίζω, κουβαλώ (μέ μεταφορικό μέσο)/σέρνω, τραβῶ (о лошади)·
    2. безл:
    ему везет ἐχει τύχη· ему не везет δέν ΐέχει τύχη, εἶναι ἀτυχος, δέν εἶναι τυχερός.

    Русско-новогреческий словарь > везти

  • 19 посчастливиться

    посчастливиться
    сое. безл:
    ему́ \посчастливитьсялось είχε τήν τύχη νά...· нам \посчастливитьсялось попасть на первое представление είχαμε τήν τύχη νά πάμε στήν πρώτη παράσταση.

    Русско-новогреческий словарь > посчастливиться

  • 20 улыбаться

    улыб||аться
    несов
    1. χαμογελώ, μειδιώ:
    \улыбаться кому́-л. χαμογελώ σέ κάποιον \улыбаться своим мыслям χαμογελώ σκεφτόμενος κάτι· \улыбаться солнцу χαμογελώ κυττάζοντας τόν ήλιο· при воспоминании об этом он всякий раз \улыбатьсяался κάθε φορά πού τό θυμόνταν χαμογελούσε· \улыбаться иронически (презрительно) χαμογελώ είρωνικά (πε-ριφρονητικά)·
    2. перен (быть желательным) разг:
    ему́ это не \улыбатьсяается αὐτό δέν τοῦ εἶναι καθόλου εὐχάριστο· ◊ жизнь ему́ \улыбатьсяается ἡ τύχη τόν εὐνοεΐ, ἡ τύχη τοῦ μειδιἄ.

    Русско-новогреческий словарь > улыбаться

См. также в других словарях:

  • Τύχη — act fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύχη — act fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τύχῃ — Τύχη act fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύχῃ — τύχη act fem dat sg (attic epic ionic) τυγχάνω happen to be at aor subj mp 2nd sg τυγχάνω happen to be at aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύχη — Αρχαία ελληνική θεά, μια από τις κόρες του Ωκεανού από την Τηθύ, κόρη του Δία, μητέρα των Ωρών και μία από τις Μοίρες. Είναι θεότητα που προστάτευε άτομα και πόλεις. Από το όνομά της προέρχεται η νεότερη λέξη τύχη. * * * η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τύχα …   Dictionary of Greek

  • τύχη — η 1. σύμπτωση απρόοπτων γεγονότων: Πήρα αυτό το δρόμο στην τύχη. 2. καλοτυχία, ευτυχία: Είχα την τύχη ν αγοράσω αυτό το οικόπεδο. 3. κακοτυχία, ατυχία, δυστυχία: Είχε την τύχη να χάσει τα χρήματα και να χάσει και τη δουλειά του. 4. η μοίρα, το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Τύχη — Αρχαία ελληνική θεά, μια από τις κόρες του Ωκεανού από την Τηθύ, κόρη του Δία, μητέρα των Ωρών και μία από τις Μοίρες. Είναι θεότητα που προστάτευε άτομα και πόλεις. Από το όνομά της προέρχεται η νεότερη λέξη τύχη. * * * η, ΝΜΑ μυθ. θεά… …   Dictionary of Greek

  • Γνώμη γὰρ οὐδέν ἐστιν, ἡ τύχη δὲ πᾶν. — γνώμη γὰρ οὐδέν ἐστιν, ἡ τύχη δὲ πᾶν. См. Не родись красив, а родись счастлив …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Πάντα ταῦτα γὰρ τύχη δίδωσι καὶ παραιρεῖται πάλιν. — πάντα ταῦτα γὰρ τύχη δίδωσι καὶ παραιρεῖται πάλιν. См. Счастью не вовсе верь! …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Τυφλὸν δὲ καὶ δύστηνον ἀνθρώποις τύχη. — τυφλὸν δὲ καὶ δύστηνον ἀνθρώποις τύχη. См. Слепое счастие …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἀγαθῇ τύχῃ. — См. В добрый час молвить …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»