τύχαις
1Τύχαις — Τύχη act fem dat pl …
2τύχαις — τύχη act fem dat pl …
3δείδω — (Α) Ι. 1. φοβάμαι 2. ανησυχώ για κάποιον ή για κάτι («δέδια ἀμφὶ σαῑς τύχαις») 3. φοβάμαι μήπως συμβεί (ή μήπως έχει ήδη συμβεί) κάτι κακό (α. «δέδιμεν μὴ οὐ βέβαιοι ἦτε» φοβόμαστε μήπως δεν είσαστε σταθεροί θ. «δέδοιχ ὅπως μὴ... ἀναρρήξει κακά»… …
4ομιλώ — (ΑΜ ὁμιλῶ, έω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο 2. γνωρίζω μια γλώσσα και τή χρησιμοποιώ με ευχέρεια («ὁμιλεῑν ἑβραϊστί», Ιώσ.) 3. απευθύνω τον λόγο σε κάποιον («μην ομιλείτε στον οδηγό») 4. συζητώ, συνδιαλέγομαι («καὶ αὐτοὶ ὡμίλουν πρὸς… …
5συγκαταπίπτω — Α [καταπίπτω] πέφτω μαζί με κάποιον («παραινεῑ μὴ συγκαταπιπτειν ταῑς τύχαις» μάς συμβουλεύει να μη χάνουμε το θάρρος μας καθώς χάνεται η ευτυχία, Διον. Αλ.) …