τύπᾰνον
1τύπανον — kettledrum neut nom/voc/acc sg τύπανος masc acc sg …
2τύπανον — τὸ, Α (ποιητ. τ.) βλ. τύμπανο …
3τυπάνοις — τύπανον kettledrum neut dat pl τύπανος masc dat pl …
4τυπάνοισι — τύπανον kettledrum neut dat pl (epic ionic aeolic) τύπανος masc dat pl (epic ionic aeolic) …
5τυπάνου — τύπανον kettledrum neut gen sg τύπανος masc gen sg …
6τυπάνων — τύπανον kettledrum neut gen pl τύπανος masc gen pl …
7τυπάνῳ — τύπανον kettledrum neut dat sg τύπανος masc dat sg …
8τύπανα — τύπανον kettledrum neut nom/voc/acc pl …
9τύμπανο — (Μουσ.). Κρουστό μουσικό όργανο με καθορισμένο ήχο. Αποτελείται από ένα μεγάλο μετάλλινο ημισφαίριο, πάνω στο οποίο είναι τεντωμένη μια μεμβράνη. Ανάλογα με το τέντωμα της μεμβράνης διαμέσου κοχλιών ή ποδοπλήκτρων, ρυθμίζεται και το ύψος του ήχου …
10αποτυμπανισμός — Είδος θανατικής ποινής που επιβαλλόταν στην αρχαία Αθήνα, συνήθως σε μη Αθηναίους εγκληματίες. Ο όρος προέρχεται από τη λέξη τύμπανον ή τύπανον, μία σανίδα πάνω στην οποία έδεναν τα μέλη και τον λαιμό του κατάδικου. Ο ακριβής όμως τρόπος… …
- 1
- 2