τό ντουφέκι μου
1καριοφίλι — το (λ. ιταλ.), είδος τουφεκιού: Ας πάρει το ντουφέκι μου, τ άξιο μου καριοφίλι (Α. Βαλαωρίτης) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2γεμίζω — και γιομίζω και γιομώζω και γιομώνω (AM γεμίζω, Μ και γεμώζω και γεμώνω) 1. τοποθετώ κάτι μέσα σε κάτι άλλο ή φορτώνω κάτι έτσι, ώστε να μη μένει καθόλου κενό («γεμίζω το ποτήρι κρασί», «σποδοῡ γεμίζων λέβητας») 2. τρώω πολύ, χορταίνω (α. «τή… …
3Σποντής, Τριαντάφυλλος — Λόγιος, ποιητής και πολιτικός από το Μεσολόγγι. Έζησε τις τελευταίες δεκαετίες του IH’ και τις πρώτες του 10’ αιώνα και πέθανε στην Κόρινθο το 1822. Η κόρη του Αγγελική ήταν σύζυγος του Δ. Παλαμά, θείου του ποιητή Κωστή Παλαμά. Κατά τη μαρτυρία… …