τό θεωρώ
101ευδοκώ — (ΑΜ εὐδοκῶ, έω) αποδέχομαι, συγκατατίθεμαι, αποφασίζω να κάνω κάτι («εὐδόκησε ὁ πατὴρ ὑμῶν δοῡναι ὑμῑν τὴν βασιλείαν», ΚΔ) νεοελλ. 1. ειρων. συγκατατίθεμαι να κάνω κάτι ύστερα από πολλή δυσκολία («ο ταμίας ευδόκησε να μού δώσει τον μισθό μου») 2 …
102ευθεώρητος — εὐθεώρητος, ον (Α) 1. αυτός που φαίνεται ή παρατηρείται εύκολα («τοῑς πολεμίοις εὐθεώρητον», Διόδ.) 2. ευκολονόητος, ευνόητος («καὶ γὰρ ταῡτα εὐθεώρητα», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θεωρώ] …
103ευμορφόθωρος — εὐμορφόθωρος, η, ον και ὀμορφόθωρος, η, ον (Μ) όμορφος, ωραίος, με ωραία θωριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύμορφος + θωρος (< θωρώ < θεωρώ), πρβλ. αλλοί θωρος, κακό θωρος] …
104ευσυνθεώρητος — εὐσυνθεώρητος, ον (Α) αυτός που παρατηρείται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συν θεώρητος (< συν θεωρώ «παρατηρώ»)] …
105ευχερής — ές (ΑΜ εὐχερής, ές) αυτός τον οποίο εύκολα χειρίζεται κάποιος, αυτός που γίνεται ή πραγματοποιείται εύκολα, ο εύκολος, ο άκοπος μσν. ικανός σε κάτι αρχ. 1. (για πρόσ. και ζώα) α) ενδοτικός, υποχωρητικός, εύκολος, βολικός β) επιδέξιος, επιτήδειος …
106εφέλκω — (Α ἐφέλκω, ιων. τ. ἐπέλκω) σύρω, τραβώ προς το μέρος μου αρχ. 1. σύρω, τραβώ κάτι πίσω από κάποιον 2. οδηγώ σέρνοντας («ἐκ τοῡ βραχίονος ἵππον ἐπέλκουσα», Ηρόδ.) 3. (για πλοίο) ρυμουλκώ («ναῡς ὥς ἐφέλξω», Ηρόδ.) 4. (για άρρωστα ζώα ή ανθρώπους)… …
107εφιστάνω — ἐφιστάνω (Α) 1. μτγν. τ. τού ἐφίστημι* 2. σταματώ 3. (με δοτ.) προσέχω, επιμελούμαι, φροντίζω για κάτι 4. βλέπω, θεωρώ προσεκτικά 5. (για σχολιαστές) σημειώνω κάτι 6. (με δοτ.) προσβάλλω, εφορμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἱστάνω, μτγν. τ. τού ἵστημι] …
108εφορώ — (ΑΜ ἐφορῶ, άω) επιβλέπω, εποπτεύω, παρατηρώ νεοελλ. αστρολ. έρχομαι σε αντιστοιχία αρχ. 1. (για τον ήλιο) επιβλέπω, κοιτάζω από πάνω 2. (για θεούς ή για τη θεία πρόνοια) προσέχω, παρακολουθώ 3. επισκέπτομαι («ἐποψόμενος δαῑτα κλυτάν» για να… …
109θαύμα — Εκδήλωση υπερφυσικής προέλευσης, ορατή και συνεπώς αντιληπτή από τις αισθήσεις, που αποκαλύπτεται στον άνθρωπο με όλη της τη μυστηριώδη δύναμη. Η αρχική σημασία της λέξης ήταν «κάθετι που προκαλεί θαυμασμό». Σύμφωνα με τη δογματική της Ανατ.… …
110θεοποιώ — (AM θεοποιῶ, έω) [θεοποιός] κάνω κάποιον θεό, εξυψώνω κάποιον και τόν κατατάσσω μεταξύ τών θεών, θεωρώ κάποιον ως θεό νεοελλ. σέβομαι κάτι σαν θεό («θεοποίησε το χρήμα») μσν. αρχ. καθιστώ κάποιον μέτοχο τής θείας φύσεως …