τόρμος
1τόρμος — hole masc nom sg …
2τόρμος — ο, ΝΑ κοίλωμα στο άκρο ενός ξύλινου ή μεταλλικού τεμαχίου μέσα στο οποίο μπορεί να εφαρμόσει άλλο τεμάχιο έτσι ώστε τα δύο σώματα να συνδεθούν ισχυρά και να συμπεριφέρονται μηχανικά ως ενιαίο σώμα νεοελλ. μικρή προεξοχή μεταλλικού, ξύλινου ή… …
3τόρμοι — τόρμος hole masc nom/voc pl …
4τόρμοις — τόρμος hole masc dat pl …
5τόρμον — τόρμος hole masc acc sg …
6τόρμους — τόρμος hole masc acc pl …
7τόρμων — τόρμος hole masc gen pl …
8τόρμῳ — τόρμος hole masc dat sg …
9τόρμα — και τόρμη, ἡ, Α 1. τροχιά άμαξας, το ίχνος που αφήνει ο τροχός στο έδαφος 2. άρθρωση συναρμογή («βουβῶνος ἐν τόρμαισι», Λυκόφρ) 3. (στην Κρήτη) περιοχή χώρας ή πόλης 4. (κατά τον Ησύχ.) «εὐθὺς δρόμος κατὰ τέχνην, καὶ στροφή, καὶ σύμπας [δρόμος]» …
10τορμίον — τὸ, Α [τόρμος] μικρός τόρμος, γόμφος …
- 1
- 2