τόπος συγκέντρωσης 2) (

  • 11τζάμι — Ο ιερός χώρος, ο τόπος συγκέντρωσης και προσευχής, ο ναός των μουσουλμάνων. Τα κύρια στοιχεία που υπάρχουν σε κάθε τ. είναι ο κυρίως ναός με το μιχράμπ (το ιερό) και ο μιναρές. Τα στοιχεία αυτά, ωστόσο δεν οδηγούν αναγκαστικά στη σύνθεση μιας… …

    Dictionary of Greek

  • 12τζαμί — Ο ιερός χώρος, ο τόπος συγκέντρωσης και προσευχής, ο ναός των μουσουλμάνων. Τα κύρια στοιχεία που υπάρχουν σε κάθε τ. είναι ο κυρίως ναός με το μιχράμπ (το ιερό) και ο μιναρές. Τα στοιχεία αυτά, ωστόσο δεν οδηγούν αναγκαστικά στη σύνθεση μιας… …

    Dictionary of Greek

  • 13Αιτωλίας και Ακαρνανίας ή Αιτωλοακαρνανίας, νομός — Νομός (5.461 τ. χλμ., 224.429 κάτ.) της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδος. Πρωτεύουσα του ν.Α. είναι το Μεσολόγγι (12.225 κάτ.). Αντιστοιχεί με μικρές διαφορές στις περιοχές της αρχαιότητας Αιτωλία και Ακαρνανία. Συνορεύει στα Α με τους νομούς Φωκίδος …

    Dictionary of Greek

  • 14Αρκαδία — I Αρχαία πόλη της Κρήτης, που ιδρύθηκε πιθανότατα από Αρκάδες της Πελοποννήσου, στη δυτική πλευρά του όρους που λέγεται σήμερα Προφήτης Ηλίας (688 μ.). Η Α. υπήρχε και στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες και μάλιστα ήταν έδρα επισκόπων. II… …

    Dictionary of Greek

  • 15Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …

    Dictionary of Greek

  • 16θεσμοθέτες — Οι έξι από τους ανώτατους λειτουργούς της πολιτείας της αρχαίας Αθήνας οι οποίοι, μαζί με τον βασιλιά, τον πολέμαρχο και τον επώνυμο άρχοντα, αποτελούσαν τους εννέα ενιαύσιους άρχοντες. Το λειτούργημα του θ. καθιερώθηκε, για πρώτη φορά, περίπου… …

    Dictionary of Greek

  • 17Λευκορωσία — Κράτος της βορειοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΑ και Α με τη Ρωσία, Ν με την Ουκρανία, Δ με την Πολωνία και ΒΔ με τη Λιθουανία και τη Λετονία.Η Λ., Mπελαρούς στη γλώσσα των κατοίκων της, είναι μια εύφορη, σχεδόν επίπεδη χώρα, λίγο μικρότερη… …

    Dictionary of Greek

  • 18Ντόλα — (Ndola). Πόλη (590.000 κάτ. το 2002) της Ζάμπια, πρωτέυουσα του διαμερίσματος Κόπερ Μπελτ. Χτισμένη σε υψόμετρο 1.200 μ., πάνω στα σύνορα της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό και κοντά σε κοιτάσματα χαλκού, η Ν. είναι το κυριότερο εμπορικό και… …

    Dictionary of Greek

  • 19Τανσέν, Κλοντίν Αλεξαντρίν Γκερέν μαρκησία του- — (Tancin, 1681 – 1749). Γαλλίδα συγγραφέας. Υπήρξε ονομαστή για τις πολιτικές της δολοπλοκίες και τις ερωτικές της περιπέτειες. Στην αρχή ήταν μοναχή. Διώχτηκε, όμως από το μοναστήρι εξαιτίας της συμπεριφοράς της και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου …

    Dictionary of Greek

  • 20βάση — η 1. αντικείμενο, ή χώρος, πάνω στο οποίο στέκεται ή στηρίζεται κάτι: Το άγαλμα στηρίζεται σε περίτεχνη βάση. 2. εφόδιο πνευματικό ή ηθικό ενός ατόμου: Έχει πολύ γερές βάσεις ως μαθητής. 3. ο ελάχιστος απαιτούμενος βαθμός για να περάσει κανείς… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)