τόπον

  • 91παροδεύω — Α [οδεύω] 1. περνώ μπροστά από κάποιον ή κάτι, παρέρχομαι, αντιπαρέρχομαι («ὁδοιπόρε, μὴ παροδεύσης», Θεόκρ.) 2. για χρόνο, για νερό κ.ά.) τρέχω, κυλώ («διὰ τῶν καιρῶν ὁ χρόνος παροδεύει», Πορφ.) 3. (με αιτ.) περνώ διά μέσου ή κοντά σε κάτι,… …

    Dictionary of Greek

  • 92περιέχω — ΝΜΑ και αιολ. τ. περρέχω Α περιλαμβάνω, περικλείω (α. «το νερό περιέχει πολλά άλατα» β. «το βιβλίο περιέχει αρκετές ανακρίβειες» γ. «το οικόπεδο περιέχεται μεταξύ τών οδών...» δ. «τόπον κύκλῳ πέτραις περιεχόμενον», επιγρ.) νεοελλ. 1. (το ουδ. μτχ …

    Dictionary of Greek

  • 93περιπίπτω — ΝΜΑ μτφ. εμπίπτω, εμπλέκομαι σε μια κατάσταση, ιδίως δυσάρεστη («ὅταν πειρασμοῑς περιπέσητε ποικίλοις», ΚΔ) νεοελλ. 1. περιέρχομαι σε χειρότερη κατάσταση, καταντώ («ο άρρωστος περιέπεσε σε κώμα») 2. υποπίπτω («ο κατηγορούμενος περιέπεσε σε… …

    Dictionary of Greek

  • 94περιρρέω — ΝΜΑ 1. (για υγρό) ρέω, κυλώ γύρω από κάποιον ή από κάτι, περιβρέχω, περιχύνω κάποιον ή κάτι («νῆσον περιρρέει Νεῑλος», Ηρόδ.) 2. παθ. περιρρέομαι περιβάλλομαι από νερό, περιβρέχομαι («περιερρεῑτο δ αὕτη ὑπὸ τοῡ Μάσκα κύκλῳ», Ξεν.) αρχ. 1. (για… …

    Dictionary of Greek

  • 95πιλώ — (I) έω, Α [πίλος] 1. κατασκευάζω πίλημα («τὸν πιληθέντα δι εὐξάντου τριχὸς ἀμνοῡ... πέτασον», Ανθ. Παλ.) 2. συμπιέζω, συμπυκνώνω (α. «διὰ τὸ πολὺ εἰς ὀλίγον πιληθῆναι τόπον», Αριστοτ. β. «σελήνην νέφος εἶναι πεπιλημένον», Πλούτ.) 3. καθιστώ… …

    Dictionary of Greek

  • 96ποδιαίος — α, ο / ποδιαῑος, αία, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει μήκος ενός ποδιού (α. «φαίνεται μὲν ὁ ἥλιος ποδιαῑος, πεπίστευται δ εἶναι μείζων τῆς οἰκουμένης», Αριστοτ. β. «ποδιαῑον τόπον», Λουκιαν. γ. «πλάτος δίποδες, πάχος ποδιαῑος», επιγρ. δ. «ποδιαίου μέτρου» …

    Dictionary of Greek

  • 97προκατέχω — Α 1. κατέχω ή αποκτώ εκ τών προτέρων 2. προκαταλαμβάνω, προκυριεύω («προκατέχειν τὸ ἄκρον», Ξεν.) 3. (σχετικά με τόπο) είμαι εγκατεστημένος, βρίσκομαι σε ένα μέρος («ὃν προκατεῑχε τόπον», Αιλ. Τακτ.) 4. υπερτερώ, προηγούμαι από άλλον σε κάτι («οἱ …

    Dictionary of Greek

  • 98προπάστεον — τὸ, Α [προπαστάς] (κατά τον Ησύχ.) «τὸν πρὸ τῆς παστάδος τόπον» …

    Dictionary of Greek

  • 99προσαμύσσω — Α ερεθίζω επί πλέον («προσαμύσσειν τόπον φαρμάκῳ», Ορειβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀμύσσω «κεντώ, τσιμπώ, σχίζω»] …

    Dictionary of Greek

  • 100προσεπιτείνω — ΜΑ [ἐπιτείνω] τονίζω ακόμη πιο έντονα (α. «προσεπιτείνει δὲ τὴν εἰς τὸν τόπον ἀπορίαν καὶ ὁ Ἰωάννης», Ωριγ. β. «ὁ προφήτης προσεπιτείνει λέγων ὅτι...», Ωριγ) αρχ. 1. στενοχωρώ ακόμη περισσότερο 2. καθιστώ ακόμη κάτι πιο ισχυρό 3. επιβάλλω… …

    Dictionary of Greek