τόπον

  • 81κυριεύω — (AM κυριεύω) [κύριος] παίρνω κάτι στην κατοχή μου με αγώνα, γίνομαι κύριος, κατακτώ, καταλαμβάνω, καθυποτάσσω κάποιον ή κάτι (α. «ο εχθρός κυρίευσε την πόλη» β. «τούτῳ τῷ τρόπῳ τεττάρων μὲν πλοίων ἐκυρίευσαν», Πολ.) νεοελλ. (για πάθος)… …

    Dictionary of Greek

  • 82κόωνδε — (Α) επίρρ. προς την νήσο Κω. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κόων, αιτ. εν. τού Κόως, επικ. τ. τού Κῶς + επιρρμ. κατάλ. δε , δηλωτική τής προς τόπον κινήσεως (πρβλ. Πύλον δε, Ωκεανόν δε)] …

    Dictionary of Greek

  • 83μετακτίζω — (ΑM) μσν. 1. ξαναχτίζω 2. οικίζω ξανά αρχ. μεταφέρω αποικία, μετοικίζω («Πισιδῶν οἰκισάντων καὶ μετακτισάντων εἰς ἕτερον τόπον εὐερκέστατον», Στράβ.) …

    Dictionary of Greek

  • 84μετοικέσιον — μετοικέσιον, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τὸ ἐκ τόπου εἰς τόπον οἰκῆσαι». [ΕΤΥΜΟΛ. < μετοικέτ ης (με συριστικοποίηση τού τ πριν από το ι ) + κατάλ. ιον] …

    Dictionary of Greek

  • 85μονεμβασία — Ιστορική μεσαιωνική πόλη στην ανατολική ακτή της Λακωνίας, χτισμένη σ’ ένα βράχο ύψους 300 μ., αποκομμένο από την ξηρά, με την οποία τη συνδέει μια γέφυρα. Η M., με 90 κατοίκους υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μονεμβασίας. Η Μ. είχε παραμείνει… …

    Dictionary of Greek

  • 86μυχόνδε — (Α) επίρρ. προς τον μυχό, προς τα ενδότατα, προς τα μέσα («μνηστῆρες δ ἀνεχώρησαν μεγάροιο μυχόνδε», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μυχόν + επιρρμ. κατάλ. δε, που δηλώνει την εις τόπον κίνηση (πρβλ. θαλαμόν δε, οικόν δε)] …

    Dictionary of Greek

  • 87ομοιοστάδιος — ὁμοιοστάδιος, ον (Μ) ο όμοιος με στάδιο («ὡς εἰς ὁμοιοστάδιον τόπον βαδίζων ἦλθε», Τζέτζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + στάδιον] …

    Dictionary of Greek

  • 88ορέγομαι — (ΑΜ ὀρέγω, ὀρέγομαι) επιθυμώ πολύ, ποθώ, λαχταρώ (α. «κι όσοι ορεγόνταν γράμματα και μάθηση και γνώση», Ζέρβ. β. «εἰς τόπον ὅπου ὀρέγεσαι νὰ ἐσμίξετε οἱ δύο», Χρον. Μορ. γ. «καὶ ὀρέγηται τοιοῡτος γενέσθαι», Πλάτ.) αρχ. 1. ενεργ. ὀρέγω α) εκτείνω …

    Dictionary of Greek

  • 89παραβαίνω — ΝΜΑ, παρβαίνω Α αθετώ, παραβιάζω, αναιρώ (α. «παραβαίνω τον όρκο» β. «θεοῡ δε νόμον οὐ παραβαίνομεν», Ευρ.) αρχ. 1. (για πολεμιστές που μάχονταν από άρματα) πορεύομαι παραπλεύρως κάποιου, στέκομαι δίπλα του («παρεβεβήκεε δὲ οἱ ἡνίοχος τῷ οὔνομα… …

    Dictionary of Greek

  • 90παραδοξάζω — ΜΑ καθιστώ κάτι περίφημο, αξιοθαύμαστο, έκτακτο, εκπληκτικό («τὸν κύριον εὐλόγουν τὸν παραδοξάζοντα τὸν ἑαυτοῡ τόπον», ΠΔ) αρχ. θέτω διακριτικό σημείο με σκοπό να διακρίνω κάτι και, συνεκδοχικά, διακρίνω, ξεχωρίζω («παραδοξάσω ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ… …

    Dictionary of Greek