τόπον
61αρμοδιότητα — (Νομ.). Όριο μέσα στο οποίο κάθε δικαστήριο μπορεί να ασκήσει τις λειτουργίες του. Η α. διακρίνεται σε αστική και ποινική, ανάλογα με το αν αφορά τη λειτουργία της αστικής ή της ποινικής δικαιοσύνης. Ειδικές διατάξεις καθορίζουν την α. των… …
62διαφωτίζω — (ΑΝ) 1. φωτίζω εντελώς 2. πληροφορώ με σαφήνεια, διευκρινίζω νεοελλ. απαλλάσσω από την πλάνη τών προλήψεων αρχ. 1. (για τον ήλιο) φωτίζω ανατέλλοντας 2. αποκαθαίρω («πολλῷ δ ἀγώνι και βίᾳ διαφωτίσας τὸν τόπον», Πλούτ.) …
63εκνήχομαι — ἐκνήχομαι (Α) 1. βγαίνω κολυμπώντας στην ξηρά 2. διανύω κολυμπώντας («τοὺς δὲ πόρρω τῶν Ἡρακλείων στηλῶν ἀλιπεῑς διὰ τὸ πλείονα τόπον ἐκνενῆχθαι») 3. καταλήγω, φθάνω …
64ενώ — (Μ ἐνῷ και ἐν ᾧ) (σύνδ.) 1. νεοελλ. χρον. δηλώνει πράξη που γίνεται κατά τον χρόνο που διεξάγεται άλλη: όταν, τη στιγμή που («τον συνάντησα, ενώ ανέβαινα») 2. (εναντιωμ.) αν και, μολονότι («ενώ ξέρεις τι άνθρωπος είναι, επιμένεις να τόν… …
65επιλαμβάνομαι — (AM ἐπιλαμβάνω μεσ. ἐπιλαμβάνομαι) [λαμβάνω] μέσ. καταπιάνομαι με κάτι, επιχειρώ (α. «ἡ δικαιοσύνη ἐπελήφθη τῆς ὑποθέσεως» β. «πράξεων μεγάλων καὶ λαμπρῶν ἀγώνων ἐπιλαβόμενος», Πλούτ.) αρχ. μσν. 1. συγκρατώ, εμποδίζω («τὴν ῥῑν’ ἐπιλαβοῡσα»,… …
66επιστείβω — ἐπιστείβω (Α) [στείβω] 1. πατώ επάνω («ὃv δ’ ἐπιστείβεις τόπον» ο τόπος που πατάς, Σοφ.) 2. φρ. («ἐπιστείβω ἔργον» προχωρώ στο έργο, επιχειρώ να κάνω) …
67ερεβόσδε — ἐρεβόσδε (επικ. τ.) (Α) επίρρ. προς το σκοτάδι, στο σκοτάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρεβος + δε (κατάληξη που δηλώνει προς τόπον κίνηση, πρβλ. οίκαδε)] …
68θέση — Η τοποθέτηση ενός πράγματος ή γνώμη για κάποιο θέμα. (Moυσ.) Όρος της αρχαίας και της σύγχρονης μετρικής και μουσικής. Στη μετρική, θ. ονομάζεται το ισχυρό μέρος του μέτρου, το οποίο τονίζεται, σε αντίθεση με το ασθενές που δεν τονίζεται και… …
69ιδιώτης — ο, θηλ. ιδιώτις (ΑΜ ἰδιώτης, θηλ. ἰδιῶτις) 1. ο απλός πολίτης σε αντιδιαστολή με τους στρατιωτικούς ή με τα όργανα τής τάξης ή άλλους κρατικούς λειτουργούς (α. «ο αστυνομικός συνεπλάκη με δύο ιδιώτες» β. «ξυμφέροντα πόλεσι καί ἰδιώταις», Θουκ.) 2 …
70ισοστοιχώ — ἰσοστοιχῶ, έω (Α) [ισόστοιχος] (για γράμματα) αντιστοιχώ («ἀντιστοιχεῑ τὰ δασέα τοῑς ψιλοῑς, τουτέστιν ἰσοστοιχεῑ πολλάκις γὰρ εἰς τὸν τόπον τῶν ψιλῶν τὰ δασέα τίθεται») …