τόπον

  • 101προσιτός — ή, ό / προσιτός, ή, όν, ΝΑ (για τόπο) αυτός που μπορεί κανείς να τόν προσεγγίσει, να τόν πλησιάσει (α. «προσιτή κορυφή» β. «προσιτή ακτή» γ. «οὔτε προσιτὸ εἶναι τὸν τόπον οὔθ ὁρατόν», Στράβ.) νεοελλ. μτφ. α) αυτός που αποχτιέται εύκολα, φθηνός… …

    Dictionary of Greek

  • 102προσοικειώνω — προσοικειῶ, όω, ΝΑ [οἰκειῶ] νεοελλ. μέσ. προσοικειώνομαι α) (μτβ.) κάνω κάποιον φίλο μου ή οπαδό μου, τόν παίρνω με το μέρος μου, τόν προσεταιρίζομαι β) (αμτβ.) γίνομαι οικείος προς κάτι, προσαρμόζομαι, συνηθίζω («προσοικιώθηκε με τη νέα… …

    Dictionary of Greek

  • 103προσονομάζω — ΝΜΑ 1. καλώ κάποιον με ένα όνομα, τόν ονοματίζω («αἰθέρα προσονομάζειν τὸν ἀνωτάτω τόπον», Αριστοτ.) 2. αποδίδω σε κάποιον πρόσθετο όνομα, τού προσδίδω προσωνυμία, επονομάζω …

    Dictionary of Greek

  • 104προσυριγγούμαι — όομαι, Α (για τόπο) χαράζομαι με αυλάκια («διόπερ τὸν προσεσυριγγωμένον τόπον ἑλκώσαντες δεῑν κατουλῶσαι», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + συριγγοῦμαι «σχηματίζομαι με αυλάκια» (< σῦριγξ, ιγγος] …

    Dictionary of Greek

  • 105πρωί — πρωΐ ΝΜΑ, και αττ. τ. πρῴ ή πρώ και σε κώδικες πρῶϊ και πρῷ Α επίρρ. χρον. 1. κατά το χρονικό διάστημα πριν από την ανατολή τού ηλίου ή αμέσως μετά από αυτήν 2. κατά το διάστημα τής ημέρας που μεσολαβεί από την αυγή ώς το μεσημέρι 3. (με άρθρο ως …

    Dictionary of Greek

  • 106πρώϊος — ΐα, ον, και αττ. τ. πρῷος, α, ον, Α [πρωΐ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρωί ή αυτός που γίνεται κατά το πρωί, ο πρωινός 2. αυτός που γίνεται κατά την αρχή μιας χρονικής περιόδου, αυτός που γίνεται πολύ νωρίς, ο πρώιμος (α. «[ὁ στρατὸς]… …

    Dictionary of Greek

  • 107πυκνώνω — πυκνῶ, όω, ΝΜΑ [πυκνός] 1. καθιστώ κάτι πυκνό, προκαλώ μεγάλη προσέγγιση τών συστατικών, συμπυκνώνω («ὁ ἀτμὸς πυκνοῡται καὶ σταγόνες ἀποπίπτουσι», Ιπποκρ.) 2. (σχετικά με πολλά και χωρισμένα μεταξύ τους πράγματα) φέρνω πολύ κοντά, συνωθώ (α.… …

    Dictionary of Greek

  • 108πόνος — Δυσάρεστη αίσθηση, στη γένεση της οποίας γίνεται αποδεκτή η συμμετοχή περιφερειακών νευρικών στοιχείων ποικίλης διαφοροποίησης, και κεντρικών νευρικών στοιχείων, τα οποία συντονίζουν τα ερεθίσματα που προέρχονται από την περιφέρεια. Ένα επώδυνο… …

    Dictionary of Greek

  • 109σκληρός — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… …

    Dictionary of Greek

  • 110στεμματιαίον — Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «δίκηλόν τι ἐν ἑορτῇ πομπέων δαίμονος» 2. (κατά τα Ανέκδ. Βεκκ.) «μίμημα σχεδίων, αἷς ἔπλευσαν οἱ Ἡρακλεῑδαι τὸν μεταξὺ τῶν Ῥίων τόπον». [ΕΤΥΜΟΛ. < στέμμα, ατος + κατάλ. ιαῖον (πρβλ. κερκιδ ιαῖον)] …

    Dictionary of Greek