-
1 τόμος
[томос] ουσ. а. том.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τόμος
-
2 том
-
3 том
-а, πλθ. -έ α. ο τόμος•первый том энциклопедии ο πρώτος τόμος της εγκυκλοπαίδειας.
|| βιβλίο, μεγάλο, ογκώδες βιβλίο. -
4 водорез
мор. о ταλιαμάς, ο θαλασσο-τόμος, ο κυματοτόμος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > водорез
-
5 том
(отдельная книга какого-л. сочинения, издания и т.п.) о τόμος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > том
-
6 том
том Iм ὁ τόμος.том II(о том) пред л. п. от тот, то. -
7 томик
томикм ὁ μικρός τόμος, τό τομίδιον. -
8 том
[τόμ] ουσ. α. τόμος -
9 томик
[τόμικ] ουσ. α μικρός τόμος -
10 том
[τόμ] ουσ α τόμος -
11 томик
[τόμικ] ουσ α μικρός τόμος -
12 книга
-и θ.1. βιβλίο•книга большого размера βιβλίο μεγάλου σχήματος•
переплести -у δένω βιβλίο•
раскрыть -у ανοίγω το βιβλίο•
для чтения αναγνωστικό, -σματάριο•
книга с картинами εικονογραφημένο βιβλίο•
учебная εγχειρίδιο•
бухгалтерские -и λογιστικά βιβλία•
кассовая книга βιβλίο ταμείου•
приходорасходная книга βιβλίο εσόδων και εξόδων•
церковные -и εκκλησιαστικά βιβλία•
жалобная книга βιβλίο παραπόνων•
сидеть за -ой κάθομαι να διαβάσω•
записная книга το σημειωματάριο•
книга записи актов гражданского состояния το ληξιαρχικό βιβλίο.
2. έργο, σύγγραμμα.3. κατάλογος•телефонная книга τηλεφωνικός κατάλογος.
4. οδηγός•справочная книга βιβλίο οδηγιών.
5. τόμος.εκφρ.книга за семью печатями – (γραπ. λόγος) ακατάληπτο, ακατανόητο•и -и в руки кому – με μόρφωση και πρακτική, ειδήμονας, γνώστης. -
13 томик
-а α.τόμος μικρός.
См. также в других словарях:
τομός — cutting masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τόμος — slice masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόμος — slice masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… … Dictionary of Greek
τόμος — ο, ΝΜΑ βιβλίο που αποτελεί μέρος μεγαλύτερου συγγράμματος (α. «κυκλοφόρησε ο 56ος τόμος τής Εγκυκλοπαίδειας Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα» β. «λεξικὸν εἰς τόμους ἐννέα», Διογ. Λαέρ.) νεοελλ. 1. σύνολο τευχών περιοδικού, νόμων, ή άλλων εντύπων που… … Dictionary of Greek
τομός — ή, όν, Α 1. αυτός που τέμνει, κοφτερός («ὁ μὲν σφαγεὺς ἔστηκεν ᾗ τομώτατος», Σοφ.) 2. (γενικά) οξύς. επίρρ... τομῶς Α 1. με οξύτητα 2. ταχέως, γρήγορα 3. σαφώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόμος με καταβιβασμό τού τόνου] … Dictionary of Greek
τόμος — ο 1. βιβλίο που αποτελεί μέρος μεγαλύτερου συγγράμματος: Λεξικό σε δύο τόμους. 2. σύνολο τευχών που απαρτίζουν αυτοτελές βιβλίο. 3. «συνοδικός τόμος», έγγραφο πατριαρχικό ή αρχηγού αυτοκέφαλης Εκκλησίας, που λύνει σοβαρά εκκλησιαστικά προβλήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κερατο(ειδο)τόμος — ο ιατρ. πολύ λεπτό χειρουργικό μαχαιρίδιο που χρησιμοποιείται για την εκτέλεση τομής στον κερατοειδή. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. keratotome < kerato (πρβλ. κέρας, τος) + tome (πρβλ. τόμος < τόμος < τέμνω)] … Dictionary of Greek
τομώτερον — τομός cutting adverbial comp τομός cutting masc acc comp sg τομός cutting neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τομόν — τομός cutting masc acc sg τομός cutting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τομώτατα — τομός cutting adverbial superl τομός cutting neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)