τόδε ἄξιον ἐπιμαρτύρασϑαι ὅτι

  • 1επιμαρτύρομαι — ἐπιμαρτύρομαι (Α) [επίμαρτυς] 1. επικαλούμαι ως μάρτυρα («θεούς ἐπιμαρτυραμένους συνθέσθαι», Ξεν.) 2. καλώ κάποιον ως μάρτυρα στο δικαστήριο 3. καλώ τους παριστάμενους να μαρτυρήσουν ότι («πολλούς παρίστανται, ἐπιμαρτυρόμενοι ὅτι τὰ χρήματα ἤδη… …

    Dictionary of Greek