τυχηρός
1τυχηρός — lucky masc nom sg …
2τυχηρός — ή, ό / τυχηρός, ά, όν, ΝΜΑ, και τυχερός, Ν 1. αυτός που έχει καλή τύχη (α. «στάθηκε τυχερός στη ζωή του» β. «τυχηρὸν ὄντ άνευ δίκας παλιντυχεῑ τριβᾷ βίου τιθεῑσ ἀμαυρόν», Αισχύλ.) 2. αυτός που γίνεται κατά τύχη, τυχαίος νεοελλ. 1. αυτός που… …
3τυχηρά — τυχηρός lucky neut nom/voc/acc pl τυχηρά̱ , τυχηρός lucky fem nom/voc/acc dual τυχηρά̱ , τυχηρός lucky fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
4τυχηρότερον — τυχηρός lucky adverbial comp τυχηρός lucky masc acc comp sg τυχηρός lucky neut nom/voc/acc comp sg …
5τυχηρῶν — τυχηρός lucky fem gen pl τυχηρός lucky masc/neut gen pl …
6τυχηρόν — τυχηρός lucky masc acc sg τυχηρός lucky neut nom/voc/acc sg …
7τυχηραῖς — τυχηρός lucky fem dat pl …
8τυχηραί — τυχηρός lucky fem nom/voc pl …
9τυχηροῖς — τυχηρός lucky masc/neut dat pl …
10τυχηροῦ — τυχηρός lucky masc/neut gen sg …
- 1
- 2