τυχηρός
11τυχηρᾶς — τυχηρός lucky fem gen sg (attic doric aeolic) …
12τυχηρῶς — τυχηρός lucky adverbial …
13τυχηρῷ — τυχηρός lucky masc/neut dat sg …
14τυχηρότερος — τυχηρός lucky masc nom comp sg …
15-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… …
16τυχερά — τα, Ν βλ. τυχηρός …
17τυχερός — ή, ό, Ν βλ. τυχηρός …
18τυχηρώς — Α επίρρ. βλ. τυχηρός …
19τυχηράν — τυχηρά̱ν , τυχηρός lucky fem acc sg (attic doric aeolic) …
20τυχηράς — τυχηρά̱ς , τυχηρός lucky fem acc pl …
Страницы
- 1
- 2