τυφλὰ καὶ ς

  • 11μεφίτις — (Mephitis mephitis). Σαρκοφάγο θηλαστικό της οικογένειας των μουστελιδών. Η μ. έχει περίπου το μέγεθος μιας κατοικίδιας γάτας, με μικρό κεφάλι, μικρά αυτιά, κοντά πόδια και μακριά χνουδωτή ουρά· το μήκος της κυμαίνεται μεταξύ 60 80 εκ., μαζί με… …

    Dictionary of Greek

  • 12στρουθιόμορφα — Η πιο πολυάριθμη και πιο σύνθετη τάξη πουλιών, που περιλαμβάνει πάνω από 5000 είδη, συνήθως μικρά ή μέτρια. Το σχήμα του σώματος, το ράμφος, ο χρωματισμός του πτερώματος και το κελάδημα ποικίλλουν πολύ. Οι φτερούγες, πολύ αναπτυγμένες, έχουν 9 11 …

    Dictionary of Greek

  • 13φανατικός — ή, ό επίρρ. ά (λ. λατ.), αυτός που εμπνέεται ή παραφέρεται από φανατισμό (βλ. λ.), ο αφοσιωμένος τυφλά και με πάθος σε κάτι, αυτός που ενεργεί ή γίνεται με πάθος, άσπονδος, αδιάλλαχτος: Φανατικός φασίστας. – Φανατικός ζήλος …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 14σκουντουφλώ — και σκοντουφλώ, άω, Ν προσκρούω σε εμπόδιο καθώς βαδίζω, σκοντάφτω και πέφτω (α. «σάστισε η στρίγγλα, σκουντουφλά και ρίχνει το κακκάβι χάμω», Ζερβ. β. «σκουντούφλησε κι έσπασε τα μούτρα του»). [ΕΤΥΜΟΛ. Πολλές απόψεις έχουν διατυπωθεί για την… …

    Dictionary of Greek

  • 15νύφη — και νύμφη, η (ΑΜ νύμφη, Α δωρ. τ. νύμφα Μ και νύφη) 1. γυναίκα που τελεί ή τέλεσε πρόσφατα τους γάμους της, νιόπαντρη 2. η σύζυγος τού γιου σε σχέση με τους γονείς του («διχάσαι νύμφην κατά τής πενθερᾱς αὐτής», ΚΔ) 3. η σύζυγος ενός από τους… …

    Dictionary of Greek

  • 16μεθύσι — και μεθήσι, το 1. το αποτέλεσμα τού μεθώ, διανοητική και οργανική διαταραχή που οφείλεται σε υπερβολική χρήση οινοπνευματωδών ποτών, υπερβολική οινοποσία 2. (κατ επέκτ.) παράλυση που οφείλεται σε υπερβολική ηδονή, ηδονική ζάλη 3. μτφ. α)… …

    Dictionary of Greek

  • 17κανοναρχώ — και καλοναρχώ και καλαναρχώ (Μ κανοναρχῶ και καλαναρχῶ έω) [κανονάρχης] 1. εκτελώ το έργο τού κανονάρχη, διαβάζω, υπαγορεύω μελωδικά τους εκκλησιαστικούς ύμνους στον ψάλτη 2. μτφ. εισηγούμαι, υποβάλλω, υπαγορεύω σε κάποιον ενέργειες ή τρόπο… …

    Dictionary of Greek

  • 18σκουντούφλα — και σκοντούφλα, η, Ν 1. πρόσκρουση σε εμπόδιο κατά το βάδισμα και πέσιμο, σκουντούφλημα («πήρα μια σκουντούφλα που δεν ήθελα άλλη») 2. αυτή που σκουντουφλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. σκόντουφλον (με προληπτική αφομοίωση του ο σε ου ) < σκότος + τύφλα …

    Dictionary of Greek

  • 19μούρτζουφλος — και μουρτζούφλης, ο, θηλ. μουρτζούφλα (Μ μούρτζουφλος και μουρτζουφλός) συνοφρυωμένος, βαρύθυμος, κατσούφης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρ. μουρτζουφλώ (< μούντζα + βολώ), ενώ κατ άλλους από αμάρτυρ. τ. *μουτζότυφλος «διαπομπευμένος» (< μούτζα + τύφλα)… …

    Dictionary of Greek

  • 20ντογρού — και ντουγρού επίρρ. 1. τοπ. κατευθείαν, χωρίς λοξοδρομήσεις, ίσια («πας ντουγρού τον δρόμο σου σαν τ άλογο το ζεμένο, με τα παραμαγούλα στα μάτια», Ρώτας) 2. χρον. γρήγορα, αμέσως, ευθύς 3. (τροπ.) απερίφραστα, χωρίς περιστροφές («μπήκε ντουγρού… …

    Dictionary of Greek