1τυφλινίδιον — τὸ, Α [τυφλῑνος] υποκορ. τού τυφλίνος …
Dictionary of Greek
2τυφλινίδια — τυφλινίδιον blind neut nom/voc/acc pl …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)