τυραννοδιδάσκαλος
1τυραννοδιδάσκαλος — teacher of tyrants masc nom sg …
2τυραννοδιδάσκαλος — ὁ, Α ο δάσκαλος τών τυράννων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύραννος + διδάσκαλος] …
3τυραννοδιδασκάλου — τυραννοδιδάσκαλος teacher of tyrants masc gen sg …
4τυραννοδιδασκάλους — τυραννοδιδάσκαλος teacher of tyrants masc acc pl …
5δάσκαλος — και διδάσκαλος, ο (θηλ. δασκάλα και δασκάλισσα και διδασκάλισσα, η) (AM διδάσκαλος, ο, η) 1. όποιος έχει ως επάγγελμα να διδάσκει άλλους, κυρίως τις πρώτες, απαραίτητες γνώσεις 2. αυτός που διδάσκει και προκαλεί αλλαγές («ο πόλεμος... βίαιος… …