τυραννίδες

  • 1τυραννίδες — οι, Ν ζωολ. η οικογένεια στρουδιόμορφων πτηνών τύραννοι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. tyrannidae < tyrannus < λατ. tyrannus] …

    Dictionary of Greek

  • 2τυραννίδες — τυραννίς monarchy fem nom/voc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3διατελής — διατελής, ές (Α) 1. αδιάκοπος, συνεχής («διατελεῑς βρονταί») 2. διαρκής, μόνιμος («τυραννίδες διατελεῑς») 3. αιώνιος («ἀρετὴ διατελής»). [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + τελής < τέλος*] …

    Dictionary of Greek

  • 4ολιγαρχία — Ονομασία που έδιναν οι αρχαίοι Έλληνες στο πολιτικό καθεστώς, όπου η πολιτική εξουσία ήταν συγκεντρωμένη στα χέρια λίγων ανθρώπων, που διέθεταν μεγάλο πλούτο: η κυβέρνησή τους θεωρούνταν αντίθετη προς τον νόμο, γιατί απέκλειε μεγάλο αριθμό… …

    Dictionary of Greek

  • 5τύραννος — Έτσι ονομαζόταν στην αρχαιότητα ο ανώτατος άρχων. Αργότερα, ο άνθρωπος που καταλάμβανε τα ανώτατα αξιώματα και τα ασκούσε κατά τρόπο αυθαίρετο και ανεξέλεγκτο. Στον Μεσαίωνα, ο ιδιώτης που σφετεριζόταν τη βασιλική εξουσία, χωρίς να έχει το… …

    Dictionary of Greek

  • 6Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …

    Dictionary of Greek