τυράννου

  • 41πολυκρατής — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Τύραννος της Σάμου (πέθανε το 522 π.Χ.). Από αριστοκρατική οικογένεια, κατέλαβε (538;) με τη βοήθεια των οπαδών του την αφρούρητη πόλη, ενώ οι Σάμιοι έλειπαν στο ιερό της Ήρας για την ετήσια γιορτή της. Με τη βοήθεια… …

    Dictionary of Greek

  • 42πολύφρων — Αδελφός του τύραννου των Φερών Ιάσονα. Το 369 π.Χ. εκθρόνισε τον αδελφό του Πολύδωρο από την Ταγεία της Θεσσαλίας και την τυραννία των Φερών και έγινε ο ίδιος τύραννος. Κατόπιν, έδιωξε τους ευγενείς από τη Λάρισα και ορισμένους από αυτούς… …

    Dictionary of Greek

  • 43σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …

    Dictionary of Greek

  • 44συνεκτρέπομαι — ΜΑ [ἐκτρέπομαι] 1. παρεκτρέπομαι μαζί με κάποιον («τὰ τοῡ δήμου θράση συνεκτραπέντα τοῡ τυράννου τῇ μέθῃ», Πισίδ.) 2. απόλ. εκτρέπομαι συγχρόνως …

    Dictionary of Greek

  • 45τυραννία — η, ΝΜΑ, και τυραννία και τυραγνία, η, και τυράγνιο, το, Ν [τύραννος] η εξουσία τού τυράννου, τυραννίδα νεοελλ. (κατ επέκτ.) καταδυνάστευση, καταπίεση, βασανισμός (α. «δεν μπορούσε να υποφέρει άλλο την τυράννια του» β. «αυτή δεν είναι ζωή, είναι… …

    Dictionary of Greek

  • 46τυραννίδα — η / τυραννίς, ίδος, ΝΜΑ 1. η εξουσία, η κυριαρχία τού τυράννου, τυραννία, βασιλική αρχή, δεσποτεία («Διὸς τυραννίδα», Αισχύλ.) 2. πολίτευμα στο οποίο η εξουσία ασκείται κατά τρόπο αυθαίρετο και αυταρχικό από τον τύραννο, απολυταρχία, ολιγαρχία… …

    Dictionary of Greek

  • 47τυραννείον — τὸ, Α [τύραννος] κατοικία ή, γενικά, τόπος κατοικίας τυράννου («Ἀταρνεὺς δ ἐστὶ τὸ τοῡ Ἑρμείου τυραννεῑον», Στράβ.) …

    Dictionary of Greek

  • 48τυραννικός — ή, ό / τυραννικός, ή, όν, ΝΜΑ [τύραννος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τύραννο (α. «τυραννικό πολίτευμα» β. «ἐπὶ τήν τυραννικὴν οἰκίαν», Δημοσθ.) 2. αυτός που αρμόζει ή προσιδιάζει σε τύραννο (α. «τυραννική διοίκηση» β. «τυραννικὸν… …

    Dictionary of Greek

  • 49τυραννοκτονία — η, ΝΜΑ [τυραννοκτόνος] φόνος τυράννου …

    Dictionary of Greek

  • 50τυραννοκτόνος — ο, η, ΝΜΑ 1. ως επίθ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τυραννοκτόνο (α. «και τυραννοκτόνον ξίφος κρύπτοντας υπό μυρσίνας», Σούτσ. Α. β. «τυραννοκτόνον πάθος», Φάλ.) 2. φονέας τυράννου 3. (το αρσ. στον πληθ.) οι τυραννοκτόνοι οι Αθηναίοι Αρμόδιος… …

    Dictionary of Greek