τυράννου

  • 31ιππίας — I (; – 490 π.Χ.). Τύραννος της Αθήνας (528 510). Ήταν γιος του τυράννου της Αθήνας Πεισίστρατου. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, ο Ι. συγκυβέρνησε με τον αδελφό του, Ίππαρχο, από το 527 έως το 514 π.Χ. σε μία από τις λαμπρότερες περιόδους της… …

    Dictionary of Greek

  • 32κύψελος — I Όνομα δύο ηγεμόνων της Κορίνθου, κατά την αρχαιότητα. 1. Τύραννος της Κορίνθου (657 628 π.Χ.). Κατέλαβε την εξουσία, αφού κατόρθωσε να ανατρέψει την ολιγαρχία των συγγενών του, Βακχιάδων. Προστάτευσε το εμπόριο, τη βιομηχανία και τις τέχνες και …

    Dictionary of Greek

  • 33μαιάνδριος — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Τύραννος της Σάμου (6ος αι. π.Χ.). Αρχικά, ο Μ. ήταν γραμματέας του τυράννου του νησιού, Πολυκράτη. Όταν κάποτε ο Πολυκράτης ταξίδεψε στη Μαγνησία, ο Μ. τον αντικατέστησε και ίδρυσε μάλιστα στη Σάμο… …

    Dictionary of Greek

  • 34μεγαλοφανής — (Μεγαλόπολη, 3oς αι. π.Χ.). Φιλόσοφος. Ήταν μαθητής του Αρκεσίλαου, ενώ ο Πλούταρχος τον αναφέρει ως δάσκαλο του Φιλοποίμενος. Αυτοεξορίστηκε για να γλιτώσει από την τυραννία που επικρατούσε στην πατρίδα του και αργότερα συμμετείχε στην εκθρόνιση …

    Dictionary of Greek

  • 35ναξος — I Νησί των Κυκλάδων, το μεγαλύτερο σε έκταση (428 τ. χλμ.) Α της Πάρου και Ν της Δήλου και της Μυκόνου. Διοικητικά αποτελεί επαρχία του νομού Κυκλάδων. Έχει ωοειδές σχήμα και λίγο διαμελισμένες ακτές, το ανάγλυφό της διαμορφώνεται από μια βασική… …

    Dictionary of Greek

  • 36νύμφος — νύμφος, ὁ (Α) [νύμφη] 1. συν. στον πληθ. οἱ νύμφοι τάξη νεανίσκων που υπηρετούσαν στην αυλή τού Ιέρωνος, τυράννου τής Σικελίας 2. βαθμός μύησης στα μυστήρια τού Μίθρα …

    Dictionary of Greek

  • 37ξενόφιλος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Πυθαγόρειος φιλόσοφος και μουσικός από τη Χαλκιδική. Έζησε την εποχή του τύραννου Διονυσίου. Υπήρξε δάσκαλος του φιλόσοφου και μουσικού Αριστοξένη. 2. Ιστοριογράφος, που αναφέρεται στο Περί ενδόξων ανδρών σύγγραμμα.… …

    Dictionary of Greek

  • 38ορθαγορίσκος — ο (Α ὀρθαγορίσκος) νεοελλ. ζωολ. γένος ψαριών που το γνωστότερο είδος του έχει την κοινή ονομασία φεγγαρόψαρο αρχ. 1. χοιρίδιο που ακόμη θηλάζει 2. είδος ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. έχει προέλθει από το όν. τού τυράννου …

    Dictionary of Greek

  • 39πηρώ — Κόρη του Νηλέα της Πύλου. Ήταν αφάνταστα όμορφη και την ερωτεύθηκε ο Βίας, αδελφός του μάντη Μελάμποδα. Ο Νηλέας όμως, για να του δώσει την κόρη του, ζήτησε να του φέρει πρώτα το κοπάδι του Ιφίκλου, πράγμα που κατόρθωσε να κάνει ο Μελάμπους,… …

    Dictionary of Greek

  • 40πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… …

    Dictionary of Greek